Ψυχομετρικά τεστ: Τι είναι και πώς σε βοηθούν να ανιχνεύσεις μαθησιακές δυσκολίες
JTeam
25 Αυγούστου 2022
Είναι πολύ σύνηθες να ακούμε από γονείς φράσεις όπως: "Έχει τη δυνατότητα να τα καταφέρει, αν προσπαθήσει πιο σκληρά. Αλλά δεν προσπαθεί αρκετά", ή "Αν έδινε περισσότερη προσοχή, θα μπορούσε να κάνει θαύματα", "Αφού του εξηγήσω τι πρέπει να κάνει, απλά κάθεται και κοιτάει το βιβλίο του. Δεν έχει κανένα κίνητρο να κάνει τις ασκήσεις" και αλλά πολλά τα οποία μπορούν να κρύβουν πολλά περισσότερα από απλή αδιαφορία του παιδιού.
Τι ακριβώς εννοούμε όμως με τον όρο μαθησιακή δυσκολία;
Δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία, στην ουσία η μαθησιακή δυσκολία είναι μια νευρολογική, κατά βάση, διαταραχή. Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, διαθέτουν υψηλή ή κανονική νοημοσύνη παρουσιάζοντας όμως δυσκολίες στην κατανόηση, την αντίληψη και την έκφραση, γεγονός που επηρεάζει το επίπεδο της μάθησης. Δεν είναι λοιπόν πως τα παιδιά αυτά δεν προσπαθούν αρκετά, ούτε ότι δεν έχουν κίνητρο. Χρειάζονται όμως μια επιπλέον καθοδήγηση και ένα λεπτό χειρισμό, ο οποίος αποφασίζεται μετά τον πιο λεπτομερή προσδιορισμό των δυσκολιών τους.
Και εδώ έρχεται ο ρόλος των ψυχομετρικών τεστ, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά στον εντοπισμό τέτοιων δυσκολιών και έτσι να διευκολυνθεί το παιδί στην συνέχεια των μαθητικών του χρόνων.
Πώς λειτουργούν τα ψυχομετρικά τεστ
Η επιστήμη της ψυχομετρίας αποτελεί κλάδο της ψυχολογίας και επιδιώκει να καταμετρήσει ορισμένα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, στάσεις, ικανότητες, δεξιότητες ή συμπεριφορές. Το μέσο που γίνεται η διαδικασία μέτρησης είναι τα ψυχομετρικά τεστ. Πολλά ψυχομετρικά τεστ χρησιμοποιούνται για παράδειγμα, από μεγάλες επιχειρήσεις για την πρόσληψη προσωπικού, από ψυχολόγους για τη διερεύνηση της προσωπικότητας ή για τον εντοπισμό ψυχοπαθολογιών. Καθώς η μάθηση αποτελεί μια ψυχολογική διεργασία, τα ψυχομετρικά τεστ χρησιμοποιούνται και στην εκπαιδευτική διαδικασία και συγκεκριμένα, χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση μαθησιακών δυσκολιών.
Ψυχομετρικά τεστ και εντοπισμός μαθησιακών δυσκολιών
Εστιάζοντας λοιπόν στις πιο μικρές ηλικιακές ομάδες (παιδιά και έφηβοι), η πιο διαδεδομένη κλίμακα νοητικής αξιολόγησης είναι η κλίμακα WISC (Wechsler Intelligence Scale for Children). Η πρώτη εμφανίστηκε το 1939 και έχει τροποποιηθεί αρκετές φορές, δημιουργώντας πολλές εκδόσεις. Η πιο συνήθης εκδοχή του έχει ως εξης:
- Λεξιλόγιο για την αξιολόγηση του δείκτη λεκτικής κατανόησης (εννοιολογική γνώση του παιδιού).
- Τουβλάκια, οπτικά παζλ και συμπλήρωση πινάκων για την αξιολόγηση του δείκτη οπτικοχωρικής αντίληψης (ικανότητα κατανόησης οπτικών λεπτομερειών και σχέσεων).
- Αριθμητική και επίλυση ακολουθιών για την αξιολόγηση του δείκτη ρέοντος συλλογισμού (ικανότητα ανίχνευσης των σχέσεων ανάμεσα σε οπτικά αντικείμενα).
- Ψηφία και εικόνες για την αξιολόγηση του δείκτη μνήμης (ικανότητα διατήρησης και χρήσης ακουστικής ή οπτικής πληροφορίας).
- Αναζήτηση συμβόλων σε εικόνες για την αξιολόγηση του δείκτη ταχύτητας επεξεργασίας (ικανότητα παιδιού να λαμβάνει , γρήγορες κυρίως, αποφάσεις).
Το τεστ αυτό κατασκευάστηκε το 1949 και μόλις το 1998 πραγματοποιήθηκε η στάθμιση του για τα ελληνικά δεδομένα. Το WISC III είναι κατάλληλο για παιδιά ηλικίας 6 – 16 ετών. Εξετάζει μια διαφορετική πτυχή της νοημοσύνης δηλαδή, τη λογική αφαιρετική σκέψη, τη βραχυπρόθεσμη ακουστική μνήμη, την ευχέρεια λόγου, την χωρική αντίληψη κ.α..
Από την επεξεργασία των αποτελεσμάτων του παιδιού στην εξέταση προκύπτει ένας ψυχομετρικός δείκτης γνωστός ως «Πηλίκο Γενικής Νοημοσύνης», ο οποίος εκφράζει το νοητικό δυναμικό του. Αποτελεί ένα σημαντικότατο διαγνωστικό εργαλείο για την διάγνωση μαθησιακών δυσκολιών, δυσλεξίας, νοητικής καθυστέρησης, προβλημάτων αναπτυξιακού τύπου ή προβλημάτων προσαρμογής και κοινωνικοποίησης, αφού αναδεικνύει και στοιχεία του χαρακτήρα του εξεταζόμενου παιδιού.
Τα αποτελέσματα από το ψυχομετρικό τεστ για τις μαθησιακές δυσκολίες
Η κλίμακα WISC-V ξεχωρίζει από τις προηγούμενες εκδόσεις καθώς βασίζεται σε νέα ερευνητικά δεδομένα για τη νοημοσύνη, τη γνωστική ανάπτυξη, τη νευρολογική εξέλιξη και τις διαδικασίες που εμπλέκονται στη μάθηση. Έτσι δίνει άμεσα χρήσιμα στοιχεία σχετικά με τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του εξεταζόμενου συνεισφέροντας στον πιο λεπτομερή εντοπισμό των προβλημάτων. Έχει μεγαλύτερη ερευνητική και ερμηνευτική ισχύ και πλέον:
- διαγνωρίζει το επίπεδο της νοητικής λειτουργικότητας
- ανιχνεύει τις ειδικές δυσκολίες
- αξιολογεί την νοητική χαρισματικότητας
- συμβάλλει στον σχεδιασμό προγράμματος αντιμετώπισης των μαθησιακών δυσκολιών και
- προσφέρει μια γενικότερη νευροψυχολογική εκτίμηση
Στα αποτελέσματα που προκύπτουν από την εν λόγω εξέταση θα πρέπει να συγκριθούν με τον μέσο όρο ηλικίας του εξεταζόμενου παιδιού καθώς η ηλικία αποτελεί καίριο παράγοντα για το τελικό αποτέλεσμα.
Ακολουθήστε το jenny.gr στο google news και μάθετε τα πάντα γύρω από τη διατροφή, τη γυμναστική, το σεξ και την ψυχική υγεία.