
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών, ο Ρόμπερτ Ρέντφορν, ο γοητευτικός ηθοποιός και βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης. Ο άνθρωπος που αποφάσισε να μείνει μακριά από τη λάμψη του Χόλιγουντ για να υπηρετήσει τις τέχνες και τις αξίες που του έδιναν έμπνευση. Την είδηση του θανάτου του, ανακοίνωσε η εκπρόσωπός του, Σίντι Μπέργκερ.
«Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ έφυγε από τη ζωή στις 16 Σεπτεμβρίου 2025, στο σπίτι του στο Σάντανς, στη Γιούτα, στον τόπο που αγάπησε, περιστοιχισμένος από εκείνους που αγαπούσε. Θα μας λείψει πολύ», ανέφερε η δήλωσή της στο CNN, ζητώντας ιδιωτικότητα.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ έγινε ευρέως γνωστός από τους πρωταγωνιστικούς του ρόλους στις ταινίες «Οι Δύο Ληστές» και «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου». Σκηνοθέτησε, επίσης, βραβευμένα φιλμ όπως «Συνηθισμένοι Άνθρωποι» και «Όπου Κυλά ο Ποταμός». Ήταν τέτοιο το πάθος του για την τέχνη του κινηματογράφου, που τον οδήγησε στη δημιουργία του Ινστιτούτου Σάντανς, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που στηρίζει τον ανεξάρτητο κινηματογράφο και το θέατρο. Είναι γνωστός παγκοσμίως για το ετήσιο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σάντανς.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ακόμα και στα προχωρημένα χρόνια της ζωής του συνέχισε να παίζει. Το 2017, επανενώθηκε με τη φίλη και παλιά του συμπρωταγωνίστρια, Τζέιν Φόντα, στην ταινία του Netflix «Our Souls at Night». Την επόμενη χρονιά πρωταγωνίστησε στην ταινία «The Old Man & the Gun», σε ηλικία 82 ετών, την οποία χαρακτήρισε ως την τελευταία του, αν και είχε δηλώσει ότι δεν θα αποσυρθεί επίσημα. «Για μένα, η συνταξιοδότηση σημαίνει ότι σταματάς ή εγκαταλείπεις κάτι», είχε πει στο CBS Sunday Morning το 2018. «Υπάρχει αυτή η ζωή που πρέπει να ζήσεις, γιατί να μην τη ζήσεις όσο περισσότερο και όσο πιο πλήρως γίνεται;».
Γεννημένος το 1936 στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, κοντά στο Λος Άντζελες, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ μεγάλωσε σε μια εργατική οικογένεια -ο πατέρας του εργαζόταν ως γαλατάς και αργότερα ως λογιστής, πριν μετακομίσουν σε μεγαλύτερο σπίτι στο Βαν Νάις. «Δεν τον έβλεπα συχνά», θυμόταν ο Ρέντφορντ για τον πατέρα του, σε συνέντευξη στο Inside the Actor’s Studio το 2005.
Καθώς η οικογένεια δεν είχε τη δυνατότητα να πληρώνει γυναίκα να τον προσέχει, περνούσε ώρες στη παιδική βιβλιοθήκη, όπου ανέπτυξε πάθος για τη μυθολογία της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης. Ωστόσο, δεν ήταν ποτέ υπόδειγμα μαθητή. «Δεν είχα υπομονή… Δεν είχα έμπνευση. Με ενδιέφερε περισσότερο να πειραματίζομαι και να ανακαλύπτω ό,τι υπήρχε έξω από τα στενά όρια της ζωής μου».
Γοητευμένος από τις τέχνες και από τον αθλητισμό και με την επιθυμία να απομακρυνθεί από το πολύβουο Λος Άντζελες, κέρδισε υποτροφία μπέιζμπολ στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Την έχασε όμως όταν πέθανε η μητέρα του, που της είχε αδυναμία. Στη συνέχεια εργάστηκε ως εργάτης για την εταιρεία Standard Oil, εξοικονομώντας χρήματα για να σπουδάσει τέχνη στην Ευρώπη.