Κάθε προορισμός κρύβει τα μυστικά του. Άλλες φορές είναι καλά κρυμμένα και χαίρουν ιδιωτικής "κατανάλωσης" κι άλλες πάλι περιμένουν να αποκαλυφθούν στα μάτια του επισκέπτη με την ανοιχτή καρδιά. Το ταξίδι της ανακάλυψης δεν σημαίνει να ψάχνεις καινούργια μέρη αλλά να έχεις καινούργια μάτια, έγραφε ο Προυστ. Στην Σαντορίνη έχω βρεθεί αρκετές φορές, όμως αυτή τη φορά ανακάλυψα ένα μέρος που με ενθουσιάσε ειλικρινά.
Πρόκειται για το Oia Vineyart, ένα χώρο στην Οία που δεν είναι εύκολο να τον περιγράψεις με έναν και μόνο χαρακτηρισμό. Σε ένα παλιό καπετανόσπιτο μια παρέα τεσσάρων νέων ανθρώπων έχουν ανοίξει έναν χώρο που επιχειρεί να εξηγήσει σε όλες τις αισθήσεις ποια είναι πραγματικά η Σαντορίνη. Με όχημα το ντόπιο κρασί και τα ψαγμένα ελληνικά προϊόντα, ο μόλις 25 χρονών Ανδρέας Μαρκοζάνης με τον αδελφό του, Φραγκίσκο και δύο ακόμα φίλους, τον Γιώργο Καρατζά και τον Γιώργο Μοναχολιά, έφτιαξαν κυριολεκτικά με τα χέρια τους έναν μοναδικής ομορφιάς και ενέργειας χώρο όπου ο επισκέπτης καλείται να απολαύσει.
Στο χώρο υπάρχει μια παλιά κάναβα, ένα μακρόστενο θολωτό δωμάτιο όπου πατιόταν το σταφύλι, γινόταν μούστος και έμπαινε στα βαρέλια. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα από τα ιστορικά οινοποιεία της Σαντορίνης που έχει μακραίωνη παράδοση στο κρασί. Αυτός ο χώρος έχει μετατραπεί σε κάβα.
Η λίστα τους περιέχει αποκλειστικά και μόνο σαντορινιά κρασιά και αποστάγματα κι όχι αδίκως, μιας και ο τόπος έχει τεράστια παράδοση οινοπαραγωγών. Το ηφαιστιακό έδαφος θρέφει το σταφύλι με τέτοιο τρόπο που το κάνει συγκλονιστικό και οι τέσσερις συνέταιροι δεν σταματούν εδώ, καθώς γνωρίζουν καλά πως ένα καλό ποτήρι πλαισιώνεται από το κατάλληλο πιάτο. Ετοιμάζουν καθημερινά 5 πιάτα ημέρας και λίγες σαλάτες κι ετσι το παζλ της γευσιγνωσίας συμπληρώνεται. Κάππαρη, λιαστή ντομάτα, φάβα, μέλι και πολλά άλλα καλά διαλεγμένα προϊόντα, είναι μερικά από αυτά που μπορείς να πάρεις μαζί σου, σαν να κουβαλάς πίσω στο σπίτι λίγη original Σαντορίνη.
Το Oia Vineyart λειτουργεί επίσης ως ένας delicatessen κόμβος. Η ομάδα έχει συγκεντρώσει τα καλύτερα τυριά των Κυκλάδων και αλλαντικά και αλίπαστα αξιόλογων Ελλήνων παραγωγών, αποκαλύπτοντας πως έχουμε σπουδαία εγχώρια παραγωγή χωρίς ίχνος υπερβολής.
Τέτοιους χώρους προφανώς τους δημιουργούν ιδιαίτεροι άνθρωποι. Μιλώντας με τον Ανδρέα κατάλαβα πως αυτός ο τόσο χαρισματικός άνθρωπος δεν βρέθηκε εδώ μέσα καθόλου τυχαία. Πατέρας Σαντορινιός και μητέρα από την Αιθιοπία, στο πρόσωπο και στην αύρα του φαίνεται η εκρηκτική μίξη. Αεικίνητος, κυκλοφορεί στον χώρο, αντιμετωπίζοντας τους ανθρώπους περισσότερο ως καλεσμένους παρά σαν πελάτες. Όταν τον ρώτησα πως προέκυψε αυτό το μικρό "θαύμα" μου λέει ξεκαθαρίζοντας το κίνητρο "Όλα μου τα καλοκαίρια και οι γιορτές ήταν Σαντορίνη μέχρι τα 14 μου. Αμέσως μετά άρχισα να τη σιχαίνομαι, να αισθάνομαι πως είναι μια ψεύτικη βιτρίνα. Ο κόσμος πήγαινε στην Καλντέρα, φωτογραφιζόταν στο ηλιοβασίλεμα, ενώ το νησί δεν είχε δρόμους, δεν είχε φώτα, δεν είχε καμία πολιτιστική δράση, τίποτα".
Ψάχνοντας τι θα κάνει στη ζωή του, ξεκινάει να σπουδάζει μαγειρική στην Αθήνα. Φεύγει και αφού πάει Αυστραλία, γυρίζει και ζητάει από τον πατέρα του να αναλάβει ένα από τα οικογενειακά εστιατόρια στην Καλντέρα. Εκεί εισπράττει ένα κατηγορηματικό "όχι". Φεύγει για Γουατεμάλα και μετά το πρώτο τρίμηνο, μια γνωριμία του ανοίγει μια άλλη εντελώς πόρτα, αυτή του χορού. Εκεί "κουμπώνει", τα δίνει όλα, μου λέει πως ο χορός είναι η γλώσσα του. Όλα όσα μου διηγείται φαίνονται πάνω του. Γυρίζει και βάζει στόχο να βάλει τάξη, να στήσει κάτι και να το προχωρήσει. Η υπόλοιπη ομάδα με έναν καρμικό τρόπο κλείδωσε κι έτσι από τον περασμένο Ιούλιο ξεκίνησαν, δημιουργώντας κάτι πραγματικά όμορφο.
Ο χώρος είναι πολυεπίπεδος και το πάνω μέρος ουσιαστικά λειτουργεί ως γκαλερί, φιλοξενώντας εκθέσεις ζωγραφικής και γλυπτικής. Γιατί αυτή η παρέα θέλει να ικανοποιήσει όλες τις αισθήσεις, ξαναλέω, και το μπορεί. Φεύγοντας του λέω πως θα ξαναγυρίσω "Μην έρθεις καλοκαίρι", μου λέει. "Χειμώνα θα έρθω" του λέω και όλα είχαν ειπωθεί μεταξύ μας.