REAL LIFE WHO

Μια αληθινή ιστορία


31 Μαΐου 2013

Ο Μάριος Αθανασίου είναι αναμφίβολα ένας από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς των τελευταίων χρόνων. Γοητευτικός και συνάμα σοβαρός κατάφερε εύκολα να γίνει αγαπητός στο γυναικείο φύλο. Το υποκριτικό του ταλέντο όμως είναι αντάξιο της εξωτερικής του εμφάνισης. Ο Μάριος Αθανασίου έκτος από τη συμμετοχή του σε τηλεοπτικές σειρές, έχει αφιερώσει σημαντικό κομμάτι της καριέρας του στο θέατρο. Ο πρωταγωνιστικός του ρόλος, ως κύριος Ποντικής, στην κωμική σειρά «Θα βρεις τον δάσκαλό σου» τον καθιέρωσε στο χώρο της υποκριτικής. Φέτος, τον βλέπουμε στη σειρά «Με τα παντελόνια κάτω». Διηγείται στο Jenny.gr την προσωπική του ιστορία. 

Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι προσωπική μεν αλλά κοινή με πολλούς άλλους ανθρώπους οπότε δεν έχω πρόβλημα να την μοιραστώ μαζί σας. Μεγάλωσα σε μια υπέροχη μκροαστική οικογένεια. Η μητέρα μου από την Ήπειρο, λαϊκός άνθρωπος, αυθεντικός, δούλευε νοσηλεύτρια σε νοσοκομείο και ο πατέρας μου από την Πελοπόννησο έξυπνος, γοητευτικός και καταφερτζής δούλευε σε τραπέζια. Η αδελφή μου δυο χρόνια μικρότερη μου, χαριτωμένη και γλυκεία και με αέρα μοντέλου από τότε που γεννήθηκε. Τα πρώτα χρόνια μας ήταν φτωχικά αλλά όμορφα. Οι στερήσεις δεν μας φαίνονταν και τα γέλια μας ήταν δυνατά. Στη δεκαετία του ‘80 τα πράγματα ξαφνικά γίνανε καλύτερα. Βγαίναμε πια πιο συχνά έξω από το σπίτι, αρχίσαμε να πηγαίνουμε σε ταβέρνες με μουσική και να αγοράσουμε τζιν και παπούτσια αμερικανικά. Ο πατέρας μου πήρε και μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Πηγαίναμε διακοπές στο χωριό και με χαρά δείχναμε την εξέλιξή μας.

Στη δεκαετία του '90 ήταν ακόμα καλύτερα. Οι γονείς μου δούλευαν παραπάνω αλλά δεν μας έλειπε τίποτα. Μετακομίσαμε σε άλλο σπίτι. Πήραμε καινούρια, μεγάλη τηλεόραση και βίντεο. Ο μπαμπάς πήρε καινούργιο αυτοκίνητο, η μαμά ψώνιζε πιο ακριβά ρούχα, είχαμε μεγάλη ντουλάπα και πια δεν πηγαίναμε στο χωριό γιατί κάναμε διακοπές σε νησιά. Ο μπαμπάς και η μαμά είχαν πάει και μπουζούκια. Την δεκαετία του 2000 άλλαξε η ζωή μας. Τους γονείς μας δεν τους βλέπαμε σχεδόν καθόλου αλλά δεν μας ένοιαζε γιατί ότι και αν θέλαμε μας το δίνανε. Αγοράσαμε καινούργιο σπίτι, η μαμά και εγώ πήραμε καινούργιο αυτοκίνητο -ευτυχώς είχαμε μεγάλο γκαράζ- εγώ με την αδελφή μου δεν δουλεύαμε αλλά ο μπαμπάς μάς παρείχε τα πάντα.

Σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο κάναμε πάρτι, βγαίναμε τις καθημερινές και γυρνούσαμε ότι ώρα θέλαμε, διακοπές κάναμε στην Μύκονο το καλοκαίρι και το χειμώνα Αράχοβα. Ήταν και οι γονείς μας εκεί αλλά δεν τους βλέπαμε. Είχαμε και εξοχικό αλλά δεν πατάγαμε ποτέ. Οι γονείς μου σταμάτησαν να ακούνε δημοτικά και πια πηγαίνανε μπουζούκια. Σε κάποια είχαν μόνιμα κρατημένο τραπέζι στο όνομα τους. Ο Ρέμος ήταν φίλος του μπαμπά. Εγώ και η αδελφή μου πηγαίναμε σε αλλά. Η μάνα μου και η αδελφή μου ψώνιζαν ρούχα μόνο από το εξωτερικό γιατί παρακολουθούσαν τη μόδα. Ο μπαμπάς μου δεν ήταν μίζερος, μου έδινε λεφτά και πήγαινα ταξίδια με την αγαπημένη μου ομάδα στο εξωτερικό, να πηγαίνω καζίνο και να κάνω ότι θέλω γιατί ήμουν αγόρι. Εννοείτεαι ότι είχα πολλές γκόμενες γιατί δεν με ενδιέφερε να έχω κάτι μόνιμο αφού μπορούσα να έχω τα πάντα. Και τις γυναίκες μάλλον δεν τις πολύ ενδιέφερε γιατί κι αυτές είχαν τα πάντα .... Μέχρι που «γαμήθηκαν» τα πάντα -και όχι τα ζώα πάντα ,δυστυχώς).

Και ήρθε το 2010 ..και έρχεται μια μέρα ο πατέρας μας την ώρα του φαγητού και μας ανακοινώνει ότι τα πράγματα δεν πήγανε καλά και ότι φταίμε εμείς. Εγώ και η αδελφή μου! Ότι εξαιτίας μας τα χάσαμε όλα και ότι έπρεπε να δώσουμε πίσω όλα τα λεφτά που του είχαμε πάρει όλα αυτά τα χρόνια! Μας είπε ότι ποτέ δεν δούλευε στην τράπεζα, ουσιαστικά δεν έκανε καμιά δουλειά, τζογαδόρος ήταν και αναγκάστηκε τώρα να τα δώσει όλα. Τα έδωσε όλα σε ένα άνθρωπο που του δάνειζε λεφτά για να παίζει. Χάσαμε το σπίτι μας, τα αυτοκίνητα μας, τα ταξίδια μας, τα ρούχα μας, την μάνα μας και τον Ρέμο. Η αδελφή μου παράτησε το modeling και εγώ την «Financial Marketing Managment Association Claston Bixton of Economics» ενώ ήμουν στον 11ο χρόνο της φοίτησής μου ,για να βρούμε μια δουλειά να δίνουμε τα λεφτά στον μπαμπά να τον δώσει στον κύριο που τον δάνειζε!

Το καλό είναι ότι αρχίσαμε να ξανά πηγαίνουμε διακοπές στο χωριό (όχι επειδή το θέλαμε αλλά επειδή δεν είχαμε λεφτά) εκτός από την μάνα μου βέβαια γιατί εκείνη την έπαιρνε μαζί του ο κύριος που δάνειζε τον μπαμπά. Αυτή είναι η προσωπική μου ιστορία αλλά καλού κακού ψάξτε μήπως είμαστε στην ίδια οικογένεια. Θα αργήσουμε να βγάλουμε άκρη για αυτά τα 30 χρόνια αλλά ο μοναδικός τρόπος να μην την ξαναπατήσουμε και να δείξουμε τον δρόμο στα παιδιά μας, είναι η παιδεία. Και δεν εννοώ βέβαια τα βιβλία , αλλά το σεβασμό ,την αλληλεγγύη την δικαιοσύνη και την αγάπη στα πάντα.