Υπάρχει μια φράση που έχει μείνει στο μυαλό μου εδώ και πολλά χρόνια...
Ο Αντρέ Μαλρό, στον πρόλογο των Antimemoires, αναφέρει τη συζήτηση με έναν ηλικιωμένο επαρχιακό ιερέα, ο οποίος, έχοντας ακούσει εξομολογήσεις ανθρώπων για δεκαετίες, συγκέντρωσε όλη τη γνώση του για την ανθρώπινη φύση σε δύο συμπεράσματα: «Πρώτον, οι άνθρωποι είναι πολύ πιο δυστυχισμένοι απ' όσο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί...και δεύτερον...δεν υπάρχουν ενήλικες.»
Αυτό που χάραξε τη φράση στη μνήμη μου δεν είναι μόνο το κάθε συμπέρασμα ξεχωριστά, αλλά η σύνδεσή τους. Γιατί το πρώτο μπορεί να φαίνεται φυσικό, προερχόμενο από κάποιον που πέρασε τη ζωή του σ΄ένα σκοτεινό δωμάτιο ακούγοντας άλλους να εξομολογούνται μύχιες σκέψεις, κρυφούς πόθους, απονενοημένες πράξεις. Άλλωστε, συνήθως εξομολογούνται οι δυστυχείς, όχι οι ευτυχείς. Κι όμως, νοιώθω πως υπάρχει εδώ μια βαθύτερη αλήθεια που ισχύει για όλους: Η ίδια η ενήλικη ζωή, το πέρασμα και η οριστική παραμονή σ' αυτήν, είναι μια σκληρή δοκιμασία. Γιατί αυτό που λέμε «ενήλικος», απλά δεν υπάρχει.
Ναι, είναι αλήθεια, δεν υπάρχουν ενήλικες. Μην ξεγελιέστε από τα γκρίζα μαλλιά, τα ρούχα και τις συζητήσεις για την οικονομία. Μεγαλώνουμε, φεύγουμε απ' το σπίτι, φτιάχνουμε τις δικές μας οικογένειες, η ζωή απλώνει στρώματα λήθης πάνω στα παιδικά μας χρόνια, αλλά ό,τι ζήσαμε ως παιδιά, οι βασικές μας ανασφάλειες, οι πρωταρχικοί μας φόβοι, και όλες οι πληγές, απλώς μεγαλώνουν μαζί μας. Γινόμαστε ό,τι χάσαμε. Ψηλώνουμε, ασπρίζουμε, γερνάμε, αλλά στην ουσία είμαστε πάντα κάτι παιδιά, που τρέχουν πάνω-κάτω σε μια αλάνα προσπαθώντας απεγνωσμένα να χωρέσουν στη ζωή.
Τη φράση αυτή λοιπόν θυμήθηκα ξανά όταν διάβασα για πρώτη φορά τον Πουπουλένιο -ως Τhe Pillowman- στα αγγλικά. Μου συνέβη δε, κάτι εντελώς ασυνήθιστο: γέλασα ηχηρά, τρόμαξα και δάκρυσα από συγκίνηση, όλα με το ίδιο κείμενο! Και κάτι ακόμα πιο ασυνήθιστο: με διαπέρασε, άγγιξε βαθειά κάτι δικό μου, προσωπικό. Σαν ν' ακουμπάω το δάχτυλο σε μια παλιά ουλή, ένα χτύπημα από το ποδήλατο όταν ήμουν 7 χρονών, που δεν πονάει πια, μα τη χαϊδεύω με το δάχτυλό συχνά. Μ΄ευχαριστεί να την αγγίζω, με γυρίζει πίσω. Είναι εκεί, μαζί με όλα τ' άλλα σημάδια, για να μου θυμίζει την επαφή του σώματός μου με τον κόσμο.
Κάτι τέτοιο κάνει ο Πουπουλένιος, μέσα μου. Κάτι αγγίζει. Δεν ξέρω τι είναι. Ή μάλλον, ξέρω. Είναι αυτό που με κάνει να κοιτώ τους ηλικιωμένους στα παγκάκια και να τους βλέπω μικρά παιδιά, τότε που όλα ξεκινούσαν, όλα υπόσχονταν, όλα ήταν δυνατά. Κι είναι αυτό που με έκανε να θέλω να το φέρω στη σκηνή. Κατά βάσιν, ήθελα κι εγώ να εξομολογηθώ.
Αυτή η παράσταση είναι για μένα και κάτι πέρα απ' το έργο: είναι η αφορμή για να βρεθούμε επί σκηνής με τρεις ηθοποιούς που θαυμάζω, τρεις φίλους που αγαπώ, τον Γιώργο, τον Νίκο και τον Οδυσσέα. Τους ευχαριστώ θερμά, καθώς και όλους τους συντελεστές που αγάπησαν τον Πουπουλένιο και δούλεψαν σκληρά γι' αυτόν. Ιδιαιτέρως, ομολογώ, την Αθανασία.
Ευχαριστώ επίσης τον Φάνη Κιρκινέζο, τη Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη, τον Γιάννη Μπαλαφούτη, τον Μανώλη Δούνια, τον Απόστολο Δοξιάδη, τον Σέργιο Φωτιάδη. Κι όλους τους φίλους που, επί μήνες, εξάντλησα με τις μονοθεματικές συζητήσεις μου.
Ο γιος μου ο Γιώργος είναι οκτώ χρονών. Για όλες τις ιστορίες που δεν του έχω διηγηθεί ακόμα, για ό,τι από μένα δεν πρόλαβε, ο δικός μου Πουπουλένιος είναι για 'κείνον.
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα.