REAL LIFE WHO

Μαρία Πολυδούρη: Ο ανεκπλήρωτος έρωτας με τον Κώστα Καρυωτάκη που έγινε η αιτία του μοιραίου τέλους της


Εύα Κονδύλη

29 Απριλίου 2021

Μαρία Πολυδούρη: Ο ανεκπλήρωτος έρωτας με τον Κώστα Καρυωτάκη που έγινε η αιτία του μοιραίου τέλους της
Η Μαρία Πολυδούρη, η σπουδαία ποιήτρια της νεορομαντικής γενιάς του 1920, που χαρακτηρίστηκε για τον «τραγικό» έρωτα της με τον Κώστα Καρυωτάκη, έφυγε από την ζωή σαν σήμερα, 29 Απριλίου 1930.

Η Μαρία Πολυδούρη, η σπουδαία ποιήτρια της νεορομαντικής γενιάς του 1920, που χαρακτηρίστηκε για τον «τραγικό» έρωτα της με τον Κώστα Καρυωτάκη, έφυγε από την ζωή σαν σήμερα, 29 Απριλίου 1930.

Η μοιραία γνωριμία

Ήταν δύο νέοι άνθρωποι πολύ ταλαντούχοι, που η μοίρα τους έφερε μαζί για λίγο, τους έδωσε έναν μεγάλο έρωτα και μετά τον πήρε, μαζί και την ίδια τους τη ζωή.

Γνωρίστηκαν στα τέλη του 1921, όταν η Πολυδούρη μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών. Ανάμεσα στους συναδέλφους της, η 21χρονη Μαρία, θα ξεχωρίσει τον Κώστα Καρυωτάκη και ένας έρωτας θα «γεννηθεί» αμέσως.

Φοιτήτρια της Νομικής σχολής και εκείνος ήδη απόφοιτος της ίδιας σχολής, είχαν αρχίσει να κάνουν βήματα στην πνευματική ζωή της Αθήνας, εκδίδοντας ποιήματα.

Ο «μελαγχολικός» και ανασφαλής νέος ερωτεύτηκε αμέσως τα «μαύρα μάτια» και την εντυπωσιακή κορμοστασιά της ατίθασης Πολυδούρη, η οποία ζούσε μια «προκλητική» ζωή τότε, με φεμινιστικές ιδέες, κάνοντας παρέα με άνδρες και συμμετέχοντας στις συζητήσεις τους.

Η σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ήταν πολύ έντονη και παθιασμένη, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Ο συνεσταλμένος Καρυωτάκης δεν μπορούσε να δεχτεί τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα της αγαπημένης του, καθώς πίστευε ότι θα τον στιγμάτιζε στα μάτια του κόσμου. 

Η πρόταση γάμου και ο χωρισμός

Η Πολυδούρη, απελπισμένη από τον έρωτα της για εκείνον, του κάνει ακόμη και πρόταση γάμου, γράφοντας στο ημερολόγιο της: 

«Έλα, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ’μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δύο, αλλά τι μ’ αυτό; μήπως τώρα που ήμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν».

Η οριστική απάντηση του Καρυωτάκη θα δοθεί σ’ έναν περίπατό τους στο Φάληρο. Θα αρνηθεί την πρόταση της Πολυδούρη επικαλούμενος ότι δεν έχει το δικαίωμα να παντρευτεί καμιά γυναίκα, γιατί πάσχει από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα. 

Εκείνη, του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά ο Καρυωτάκης είναι πολύ περήφανος για να δεχθεί τη θυσία της. Η Πολυδούρη όμως αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά του, νομίζει ότι η αρρώστια του είναι πρόφαση για να την απομακρύνει από κοντά του.

Οι δύο νέοι τότε χωρίζουν, συμφωνώντας να παραμείνουν φίλοι. Ταπεινωμένη και προδομένη, καταφεύγει το 1926 στο Παρίσι, όπου θα συνεχίσει την αντισυμβατική ζωή της. Επιστολές μεταξύ τους αποκαλύπτουν την μεγάλη αγάπη που είχε για εκείνην: 

«Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ’αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ’αγαπώ περισσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ποτέ ν’αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;».

Η «πτώση» και ο θάνατος

Στο Παρίσι γυρνούσε στο σπίτι τα ξημερώματα και συναναστρεφόταν με ανδρικές παρέες, ενώ ένα βράδυ τη βρήκαν πεσμένη σε ένα σοκάκι του Παρισιού. Οι σκέψεις της και η μελαγχολία από τον χωρισμό δεν την αφήνουν να εργαστεί και λίγο αργότερα προσβάλλεται από φυματίωση.

Το 1928 θα επιστρέψει στην Αθήνα και θα νοσηλευτεί στο τότε σανατόριο «Σωτηρία», ενώ ο Καρυωτάκης την επισκέφθηκε μόνο μια φορά σε μια ψυχρή και τυπική συνάντηση.

Την ίδια χρονιά πληροφορήθηκε ένα τραγικό γεγονός. Ο αγαπημένος της Κώστας Καρυωτάκης είχε αυτοκτονήσει. Καθόταν οκλαδόν στο κρεβάτι της και κρατούσε στα χέρια της το σημειωματάριό της. Η πρώτη σελίδα έγραφε με καλλιγραφικούς χαρακτήρες «Οι τρίλιες που σβήνουν», η σπουδαία ποιητική συλλογή που ήταν αφιερωμένη στον Καρυωτάκη.

Τότε, η ήδη επιβαρυμένη της υγεία κλονίστηκε, σταμάτησε να παίρνει τα φάρμακά της και ο χρόνος για εκείνη άρχισε να μετρά αντίστροφα. Στις 29 Απρίλιου του 1930, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 28 χρονών, με ενέσεις μορφίνης, που της προμήθευσε στο «Σωτηρία» ένας φίλος της.

«Μόνο γιατί μ'αγαπήσες»

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να αγαπά την λογοτεχνία και δεν γνωρίζει αυτό το ποίημα. Όύτε κάποιος που υπήρξε ερωτευμένος και δεν το έχει αναζητήσει, δεν έχει χαραχτεί στην ψυχή του και δεν έχει εκφράσει τις σκέψεις του. 

Η συγγραφή του βασίζεται πάνω σε ένα πραγματικό γεγονός, που αφηγήθηκε η ποιήτρια στην αδερφή της, Βιργινία, και αφορά τη σχέση της με τον Καρυωτάκη: 

«Κάποτε είχαν δώσει ραντεβού στο ζαχαροπλαστείο Παλλάδιο, Πανεπιστημίου, αυτό ήταν το κέντρο συνάντησης της Μαρίας. Βραδάκι και το κέντρο ασφυχτικά γεμάτο. Η Μαρία κάθισε σε μια γωνιά, εντελώς αθέατη· στη στιγμή βλέπει τον Καρυωτάκη να μπαίνει και χωρίς άλλη αναζήτηση μέσα στο πλήθος, να προχωρεί κατευθείαν προς το μέρος της», είπε.

 «"Μα πώς με ξετρύπωσες τόσο εύκολα κι ήρθες με το κατευθείαν"; ρώτησε με απορία. "Τα μάτια σου σα δυο αστέρια, φώτιζαν απ’ την πόρτα και μου ’δειξαν το δρόμο", απάντησε. Κι βλέπομε στο ποίημα: "Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου, μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια…". Και σε άλλα μέρη που φαίνεται κάπου-κάπου σα να περιαυτολογεί, δεν είναι παρά τα γλυκά κι αξέχαστα λόγια του αγαπημένου της».

Πρόκειται για ένα ποίημα-ωδή στον έρωτα. Μέσα από τα λόγια της, ο έρωτας εξιδανικεύεται και εκφράζεται αυθόρμητα και με ειλικρίνεια. Γιατί τι είναι η ζωή, χωρίς τον Έρωτα; 

Η συναισθηματική κατάρρευση της Μαρίας Πολυδούρη φανερώνεται μέσα από αυτό το ποίημα, ενώ ο πόνος και η μελαγχολία ταυτίζεται με την σφοδρή επιθυμία της επιστροφής σε αυτή τη χαμένη αγάπη.

«Δέν τραγουδώ, παρά γιατί μ' ἀγάπησες
στά περασμένα χρόνια.
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριού προμάντεμα
καί σέ βροχή, σέ χιόνια,
δέν τραγουδώ παρά γιατί μ' ἀγάπησες.

Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι' αὐτό είμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρίγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.

Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν
μέ τήν ψυχή στό βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν.

Μόνο γιατί μ' ἀγάπησες γεννήθηκα
γι' αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη
στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' ἀγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα γιατί τόσο ὡραία μ' ἀγάπησες
ἔζησα, νά πληθαίνω
τά ὀνείρατά σου, ὡραίε, πού βασίλεψες
κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ὡραία μ' ἀγάπησες.»

Δείτε ακόμη:

Τέχνη δίχως όρια: Εντυπωσιακές ζωγραφιές φτιαγμένες μόνο με ένα στυλό 

Γίνε κι εσύ μέλος μόνο με 6€/ έτος στο συνδρομητικό Jenny.gr Exclusive Benefits

jenny.gr