Στις 24 Φεβρουαρίου συνέβησαν δύο γεγονότα που, τόσο εκείνη τη μέρα όσο όμως, κυρίως, τις ημέρες που ακολούθησαν, διαμόρφωσαν καθοριστικά τη σύγχρονη ιστορία. Ο ρωσικός στρατός, με εντολή του Vladimir Putin, εισέβαλε στην Ουκρανία, αλλάζοντας για πάντα τη ζωή των κατοίκων της χώρας. Αυτό ήταν το ένα. Το άλλο, ήταν η άμεση αντίδραση του κόσμου. Άνθρωποι από κάθε μεριά της Γης ένωσαν τις φωνές τους και ενεργοποιήθηκαν σχεδόν ακαριαία, με όποιον τρόπο μπορούσε ο καθένας, μικρότερο ή μεγαλύτερο, σε μια απρόσμενα συντονισμένη (για τα δεδομένα μας ως ανθρωπότητα) κίνηση στήριξης των Ουκρανών και όλων όσων χρειάζονταν τη βοήθειά μας. Στο πλαίσιο αυτού του κύματος ενεργής συμπαράστασης, αρκετοί δημοσιογράφοι, κόντρα στις αντίξοες συνθήκες και διακινδυνεύοντας τη σωματική τους ακεραιότητα, έσπευσαν στην περιοχή για να καλύψουν τα όσα συνέβαιναν με αντικειμενικότητα, ψυχραιμία και επαγγελματισμό, κυρίως όμως με ανθρωπιά.
Η Έλενα Παπαδημητρίου, δημοσιογράφος στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, ήταν μία από αυτούς. Από τις πρώτες ημέρες της ρωσικής εισβολής, η Έλενα βρέθηκε στα σύνορα της Ουκρανίας με τη Ρουμανία και συγκεκριμένα στο Σίρετ, μεταφέροντάς μας όσα συνέβαιναν γύρω της και βίωνε σε πραγματικό χρόνο, πάντα με ακρίβεια, ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση.
Με αφορμή την Ημέρα της Μητέρας, ζητήσαμε από την Έλενα να μας μιλήσει για το προσωπικό της βίωμα σε μια εμπόλεμη ζώνη. Ως δημοσιογράφος αλλά και ως μητέρα ενός 4χρονου παιδιού, που έζησε το τραύμα του πολέμου μέσα από τα μάτια και τις μαρτυρίες γυναικών όπως η ίδια. Γυναικών που αναγκάστηκαν από τη μια μέρα στην άλλη να εγκαταλείψουν τις ζωές τους όπως τις ήξεραν και να γίνουν οι ίδιες το σπίτι των παιδιών τους.
γράφει η Έλενα Παπαδημητρίου
Είναι χαράματα 2 Μαρτίου 2022. Μετά από ένα μεγάλο ταξίδι όλη την προηγούμενη μέρα κατά το οποίο κυρίως σκέφτομαι πώς θα προσεγγίσω τους πρόσφυγες, φτάνω στο φυλάκιο, στα σύνορα της Ουκρανίας με τη Ρουμανία. Η πρώτη εικόνα που βλέπω είναι δύο νεαρές γυναίκες, η μία με ένα παιδί ούτε τριών ετών στο χέρι και η άλλη να σέρνει μια μεγάλη βαλίτσα. Μπροστά της, περπατά η κόρη της -περίπου πέντε χρονών- ενώ μια πυροσβέστης έχει πάρει στην αγκαλιά της το μικρότερο παιδί της οικογένειας, ούτε δύο ετών. Συνειδητοποιώ αστραπιαία πού βρίσκομαι και τι βλέπω. Αμέσως καλωδιώνομαι και σε λίγα δευτερόλεπτα βγαίνω για το πρώτο ζωντανό της αποστολής.
Για τις επόμενες εννέα ημέρες αυτή η εικόνα, με διάφορες παραλλαγές ως προς τις ηλικίες των μαμάδων και των παιδιών, θα επαναλαμβάνεται ασταμάτητα. Πάνω από 10.000 περνούσαν εκείνες τις ημέρες από τον συνοριακό σταθμό του Σιρέτ. Είναι μαμάδες, γιαγιάδες και παιδιά. Είμαι εγώ με το παιδί μου. Αυτή είναι η αλήθεια που με διαπερνά όλες τις ημέρες και όχι απλώς δεν με αποπροσανατολίζει από το ρεπορτάζ αλλά μου δείχνει τον τρόπο να κάνω σωστότερα τη δουλειά μου. Όχι με δραματικό αλλά με ανθρωποκεντρικό τρόπο. Δεν είμαι αμέτοχη, αλλά είμαι ψύχραιμη. Είναι όμως οι μικρές στιγμές που μου φέρνουν μεγάλη συγκίνηση. Όπως το βλέμμα μιας γυναίκας την ώρα που μιλάει στο τηλέφωνο με τον άντρα της που έμεινε πίσω, και του λέει ότι έφτασε με τον γιο τους, ασφαλείς κι οι δυο στη Ρουμανία.
- Τι του είπες;
- Να είναι δυνατός.
- Κι αυτός τι σου είπε;
- Σ’ αγαπώ.
Θα περάσουν μέρες αφότου γυρίσω στην Αθήνα μέχρι να ανακαλέσω αυτήν τη στιγμή και να γίνω κομμάτια, για πρώτη φορά, ξέροντας πια ότι είχα απολύτως ταυτιστεί με την ιστορία της. Διότι εκείνη η γυναίκα δεν έγινε κομμάτια τότε. Έπνιξε τον καημό της, γύρισε στον τετράχρονο γιο της που εκείνη τη στιγμή έπαιζε με έναν εθελοντή, του χαμογέλασε, τον ρώτησε αν θέλει μπισκότο, τον πήρε από το χέρι και συνέχισε τον δρόμο της. Για που; Ούτε αυτή ήξερε καλά καλά, όπως πάνω από τους μισούς πρόσφυγες που έφυγαν χωρίς να έχουν συγκεκριμένο προορισμό. Το μόνο που ξέρουν είναι από πού θέλουν να φύγουν, όχι πού θέλουν να πάνε. Το μόνο που μετρά για αυτές είναι να προστατεύσουν σαν λέαινες τα παιδιά τους, να τα αρπάξουν και να φύγουν. Να τα σώσουν, με όποιο τίμημα. Αφήνοντας πίσω τους τη ζωή τους, το σπίτι τους, τους συντρόφους, τους αδελφούς, τους πιο αγαπημένους τους ανθρώπους χωρίς να γνωρίζουν πότε και αν θα τους ξαναδούν. Στην πορεία αποφασίζουν τον δρόμο τους. Είναι μόνες τους, ολομόναχες απέναντι στον πόλεμο και τον θάνατο. Διότι κι αυτές πολεμούν όπως οι άνδρες τους. Πολεμούν για τα παιδιά τους, πρώτα για να τα βγάλουν ζωντανά από την Ουκρανία και μετά για να φτιάξουν ένα καταφύγιο, μια φωλιά για να νιώθουν ασφαλή, να προσαρμοστούν και να ζήσουν όσο πιο φυσιολογικά γίνεται, για όσο χρειαστεί.
Έχουν περάσει δύο μήνες κι ακόμη σκέφτομαι και μια άλλη μάνα, εθελόντρια από τη Ρουμανία αυτήν τη φορά, που τρέχει να βάλει μάλλινα γάντια σε ένα μωρό στο καρότσι και ρίχνει μια ζεστή κουβέρτα στους ώμους της μάνας του, που την κοιτά στα μάτια με έκπληξη και ευγνωμοσύνη.
Μια γιαγιά περπατά πίσω από την κόρη και την εγγονή της, κοιτά μία τη μια μία την άλλη. Ποια να πρωτοφροντίσει; «Έχουμε η μία την άλλη, μόνο αυτό μας έμεινε. Θα τα καταφέρουμε», μου λέει χωρίς κανένα δράμα.
Τα ένστικτα που ξεσηκώθηκαν σε αυτές τις μάνες, σαν άγρια θηρία τις προστατεύουν από την απόγνωση και από το «κακόν», που λέει και ο δικός μου τετράχρονος Στάθης. Τις κρατούν όρθιες, περήφανες, πρακτικές και τρυφερές. Πόση κούραση και αγωνία δεν γιατρεύτηκε στην αγκαλιά τους; Κι ας είχε έξω -5 βαθμούς, κι ας είχαν περπατήσει χιλιόμετρα για να σωθούν, είδα χιλιάδες μωρά και παιδιά να γαληνεύουν γέρνοντας στη μαμά τους και να αποκοιμιούνται με ένα χάδι της, σε σκηνές, σε χώρους αναμονής, σε κέντρα υποδοχής και φιλοξενίας, σε σταθμούς τρένων.
Ένα σπίτι που κινείται, αυτό είναι η μαμά τους, το μόνο σπίτι που έχουν πια. Με σκεπή την αγάπη της που νικά πάντα, το «κακόν».
Τα προηγούμενα χρόνια, αυτήν την ημέρα για να ευχαριστήσω τη μαμά μου με μια γλυκιά κουβέντα, έπρεπε πρώτα να την έχω συγχωρέσει μέσα μου, για τα λάθη της. Φέτος, ο πόλεμος με κάνει να θυμηθώ μία μία τις στιγμές που βρήκα καταφύγιο κάτω από την σκεπή της. Και να νιώσω σίγουρη ότι αν χρειαζόταν δεν θα έκανε τίποτα λιγότερο από ό,τι οι μανάδες της Ουκρανίας, για να με προστατεύσει.