Τι είδε ο διάσημος συγγραφέας Χαρούκι Μουρακάμι στον Μαραθώνα όταν ήρθε για τρέξιμο
20 Σεπτεμβρίου 2017
Ενα από τα διασημότερα βιβλία του παγκοσμίως είναι το «Για τι πράγμα μιλάω όταν μιλάω για τρέξιμο», το μοναδικό με αυτοβιογραφικά στοιχεία: το 1982, αφού πούλησε το τζαζ μπαρ του για ν' αφοσιωθεί στο γράψιμο, ο Χαρούκι Μουρακάμι αποφάσισε ν' αρχίσει να τρέχει για να κρατιέται σε φόρμα και να έχει την αντοχή να γράφει μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ένα χρόνο αργότερα ολοκλήρωσε μόνος του τη διαδρομή από την Αθήνα στο Μαραθώνα και στο βιβλίο του αναλογίζεται την επίδραση που είχε αυτό το άθλημα στη ζωή του και ακόμα περισσότερο στο γράψιμο του.
Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του, με την μοναδική περιγραφή Αθήνας και Μαραθώνα:
«Ας γυρίσουµε πίσω στα 1983. Μια νοσταλγική περίοδος πλέον, τότε που οι Duran Duran και οι Hall and Oates ξεπετούσαν τη µια επιτυχία µετά την άλλη. Τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς ταξίδεψα στην Ελλάδα κι έτρεξα µόνος µου από την Αθήνα µέχρι το Μαραθώνα. Έκανα την αντίθετη από την κλασική διαδροµή που έκανε ο αγγελιοφόρος τής µάχης, ο οποίος ξεκίνησε απ’ το Μαραθώνα κι έφτασε στην Αθήνα.
Αποφάσισα να τρέξω ανάποδα γιατί σκέφτηκα ότι θα µπορούσα να ξεκινήσω νωρίς το πρωί απ’ την Αθήνα, πριν αρχίσει η µεγάλη κυκλοφορία (και πριν γεµίσει καυσαέριο η ατµόσφαιρα), να βγω απ’ την πόλη και να κατευθυνθώ προς το Μαραθώνα, ώστε ν’ αποφύγω την Κίνηση. ∆εν ήταν επίσηµος αγώνας κι έτρεξα ολοµόναχος, κι έτσι, φυσικά, δεν µπορούσα να περιµένω από κανέναν ν’ αποµακρύνει τα οχήµατα ειδικά για µένα.
Γιατί έφτασα ως την Ελλάδα για να τρέξω σαράντα δύο χιλιόµετρα ολοµόναχος; Μου είχαν ζητήσει από κάποιο αντρικό περιοδικό να ταξιδέψω στην Ελλάδα και να γράψω τις ταξιδιωτικές µου εντυπώσεις. Ήταν µια επίσηµη δηµοσιογραφική διοργάνωση, µε την υποστήριξη του ελληνικού Υπουργείου Τουρισµού. Πολλά άλλα περιοδικά υποστήριζαν επίσης αυτή την περιοδεία, που περιλάµβανε τις κλασικές τουριστικές επισκέψεις σε αρχαία µνηµεία, µια κρουαζιέρα στο Αιγαίο, κτλ., αλλ’ από τη στιγµή που θα τέλειωνε, θα είχα στα χέρια µου ένα εισιτήριο µε ανοιχτή επιστροφή και µπορούσα να µείνω όσο ήθελα και να κάνω ό,τι ήθελα.
Αυτού του είδους οι οργανωµένες εκδροµές δεν µ’ενδιαφέρουν, αλλά µου αρέσει πραγµατικά η ιδέα να µείνω µόνος µου στη συνέχεια. Η Ελλάδα είναι βέβαια η πατρίδα της αυθεντικής διαδροµής του µαραθωνίου κι ήθελα σαν τρελός να τη δω µε τα µάτια µου. Φανταζόµουν ότι θα ήµουν σε θέση να τρέξω κι εγώ τουλάχιστον ένα τµήµα της. Για έναν αρχάριο δροµέα σαν εµένα, θα ήταν αναµφίβολα µια συναρπαστική εµπειρία.
«Όταν είπα στους Έλληνες το σχέδιό µου να τρέξω από την Αθήνα στο Μαραθώνα, όλοι είπαν το ίδιο πράγµα: ”Είναι τρελό. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα το σκεφτόταν ποτέ”». Στάσου λίγο, σκέφτηκα. Γιατί µόνο ένα τµήµα; Γιατί να µην τρέξω ολόκληρη την απόσταση; Όταν το πρότεινα στους διευθυντές του περιοδικού, τους άρεσε η ιδέα. Έτσι κατέληξα να τρέξω τον πρώτο ολόκληρο (ή περίπου) µαραθώνιό µου ήσυχα, ολοµόναχος. Ούτε πλήθη, ούτε κορδέλα στον τερµατισµό, ούτε ζωηρές επευφηµίες απ’ τον κόσµο κατά τη διαδροµή. Τίποτα απ’ αυτά. Αλλά δεν υπήρχε πρόβληµα, αφού ήταν η κλασική διαδροµή. Τι παραπάνω µπορούσα να ζητήσω;
Στην πραγµατικότητα, αν τρέξεις κατευθείαν από την Αθήνα στο Μαραθώνα δεν είναι ακριβώς η απόσταση του επίσηµου µαραθωνίου, που είναι 42.195 µέτρα. Είναι κάπου ενάµισι χιλιόµετρο λιγότερο. Το ανακάλυψα χρόνια αργότερα, όταν έτρεξα σ’ έναν επίσηµο αγώνα που ακολουθούσε την κανονική διαδροµή, ξεκινώντας απ’ το Μαραθώνα και τερµατίζοντας στην Αθήνα. Όπως ξέρουν όσοι παρακολούθησαν την τηλεοπτική µετάδοση του µαραθωνίου στους Ολυµπιακούς Αγώνες της Αθήνας, αφού οι δροµείς φύγουν απ’ το Μαραθώνα, σε κάποιο σηµείο στρίβουν αριστερά σε µια παράκαµψη, περνάνε δίπλα από κάτι δυσδιάκριτα ερείπια κι ύστερα επιστρέφουν στον κύριο δρόµο. Μ’ αυτό τον τρόπο καλύπτουν τη διαφορά της απόστασης. Εκείνο τον καιρό ωστόσο δεν το ήξερα κι είχα την εντύπωση ότι αν έτρεχα απευθείας απ’ την Αθήνα στο Μαραθώνα, θα κάλυπτα και τα 42.195 µέτρα. Στην πραγµατικότητα ήταν γύρω στα 40,5 χιλιόµετρα.
Αλλά µέχρι να βγω από την Αθήνα λοξοδρόµησα αρκετές φορές, κι εφόσον το οδόµετρο στο φορτηγάκι που µε συνόδευε έδειχνε πως είχε διανύσει κάτι λιγότερο από 42 χιλιόµετρα, υποθέτω πως έτρεξα ένα σχεδόν ολόκληρο µαραθώνιο. Όχι πως έχει πια καµιά σηµασία. Ήταν µεσοκαλόκαιρο στην Αθήνα όταν έτρεξα. Όπως ξέρουν όσοι έχουν βρεθεί εκεί, η ζέστη µπορεί να είναι απίστευτη. Οι ντόπιοι, εκτός κι αν δεν µπορούν να κάνουν αλλιώς, αποφεύγουν να κυκλοφορούν έξω το απόγευµα. ∆εν κάνουν τίποτα, απλώς δροσίζονται στη σκιά για να διατηρήσουν τις δυνάµεις τους. Μονάχα αφού πέσει ο ήλιος ξεµυτίζουν στους δρόµους.
Σχεδόν οι µόνοι άνθρωποι που βλέπεις να περπατάνε έξω τ’ απογεύµατα του καλοκαιριού στην Αθήνα είναι τουρίστες. Ακόµα και τα σκυλιά απλώς ξαπλώνουν στη σκιά και δεν κουνάνε ούτε τη µουσούδα τους. Χρειάζεται να τα παρατηρήσεις πολλή ώρα για να διαπιστώσεις αν είναι ακόµα ζωντανά. Έτσι έχουν τα πράγµατα. Να τρέχεις σαράντα δύο χιλιόµετρα µε τέτοια ζέστη είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, καθαρή τρέλα.
Προτού έρθω, δεν είχα ιδέα πόσο ζεστό είναι το καλοκαίρι στην Αθήνα, κι έτσι ήµουν άνετος. Το µόνο που είχα να κάνω ήταν να τρέξω σαράντα δύο χιλιόµετρα, σκεφτόµουν, η µόνη µου έγνοια ήταν η απόσταση. ∆εν περνούσε απ’ το µυαλό µου το θέµα της θερµοκρασίας. Μόλις έφτασα στην Αθήνα, ωστόσο, είχε τέτοια κάψα, που άρχισαν να µου µπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά. Έχουν δίκιο, σκεφτόµουν. Πρέπει να είσαι τρελός για να θες να κάνεις κάτι τέτοιο. Κι όµως, εγώ ο φιγουρατζής είχα υποσχεθεί να τρέξω στην κλασική διαδροµή του µαραθωνίου και να γράψω ένα άρθρο γι’ αυτό, κι είχα πάει µε το αεροπλάνο στην Ελλάδα για να το πραγµατοποιήσω. ∆εν υπήρχε περίπτωση να κάνω πίσω πλέον.
Έστυψα το µυαλό µου να κατεβάσω ιδέες για ν’ αποφύγω την εξάντληση απ’ τη ζέστη, και τελικά µου ήρθε η ιδέα να φύγω απ’ την Αθήνα νωρίς το πρωί, προτού χαράξει, και να φτάσω στο Μαραθώνα πριν ο ήλιος ανέβει ψηλά στον ουρανό. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο περισσότερη ζέστη θα είχε. Ήταν ακριβώς σαν το µύθο που µαθαίναµε στο σχολείο για τον ∆άµωνα και τον Φιντία («Τρέχα, ∆άµωνα!»), ένας αγώνας δρόµου µε αντίπαλο τον ήλιο. Ο φωτογράφος του περιοδικού, ο Μασάο Καγκεγιάµα, θα µε ακολουθούσε στο φορτηγάκι που µε συνόδευε. Θα τραβούσε φωτογραφίες ενώ προχωρούσαµε. ∆εν ήταν αληθινός αγώνας και δεν υπήρχαν σηµεία ανεφοδιασµού µε νερό, κι έτσι σταµατούσα κάθε τόσο να πάρω νερό απ’ το φορτηγάκι.
«Κύριε Μουρακάµι», είπε ο κύριος Καγκεγιάµα, έκπληκτος καθώς µ’ έβλεπε να ετοιµάζοµαι για το τρέξιµο, «δεν σκέφτεστε στ’ αλήθεια να τρέξετε όλη την απόσταση, έτσι δεν είναι;» «Και βέβαια θα τρέξω. Γι’ αυτό ήρθα». «Αλήθεια; Μα συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι περισσότεροι δεν τρέχουν όλη την απόσταση. Απλώς τραβάµε µερικές φωτογραφίες, κι οι πιο πολλοί δεν κάνουν ολόκληρη τη διαδροµή. ∆ηλαδή στ’ αλήθεια θα τρέξετε όλο αυτό το δρόµο;»
Καµιά φορά ο κόσµος µε φέρνει σε αµηχανία. ∆εν µπορώ να πιστέψω πως οι άνθρωποι κάνουν στ’ αλήθεια τέτοια πράγµατα. Τέλος πάντων, ξεκίνησα να τρέχω στις πεντέµισι το πρωί από το στάδιο που αργότερα χρησιµοποιήθηκε στους Ολυµπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004 και πήρα το δρόµο για το Μαραθώνα. Υπάρχει µονάχα µία κύρια λεωφόρος. Έτσι και τρέξεις σε δρόµους στην Ελλάδα, θα καταλάβεις, είναι στρωµένοι διαφορετικά. Αντί γι’ αµµοχάλικο αναµειγνύουν µαρµαρόσκονη, κι αυτό κάνει το δρόµο να γυαλίζει στον ήλιο και να είναι αρκετά ολισθηρός. Όταν βρέχει, πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός. Ακόµη κι όταν δεν βρέχει, οι σόλες των παπουτσιών σου βγάζουν έναν ήχο σαν τρίξιµο και τα πόδια σου µπορούν να νιώσουν πόσο µαλακιά είναι η επιφάνεια του δρόµου. Η συνέχεια είναι µια συντοµευµένη εκδοχή τού άρθρου που έγραψα για το περιοδικό καλύπτοντας τη διαδροµή µου από την Αθήνα στο Μαραθώνα.
Ο ήλιος σκαρφαλώνει όλο και πιο ψηλά. Βρίσκοµαι ακόµη στα όρια της πόλης κι ο δρόµος είναι εξαιρετικά κακός για τρέξιµο. Η απόσταση από το στάδιο µέχρι να µπεις στη λεωφόρο είναι περίπου πέντε χιλιόµετρα, και υπάρχουν πάρα πολλά φανάρια στη διαδροµή που µε µπερδεύουν και χάνω το ρυθµό µου. Σε πολλά σηµεία επίσης υπάρχουν διάφορα εµπόδια, κατασκευές και διπλοπαρκαρισµένα αυτοκίνητα, που µου κλείνουν το δρόµο κι αναγκάζοµαι να βγω στη µέση του οδοστρώµατος. Πράγµα το οποίο, µε τ’ αυτοκίνητα που κυκλοφορούν νωρίς το πρωί, µπορεί ν’ αποβεί επικίνδυνο. Ο ήλιος αρχίζει ν’ ανεβαίνει τη στιγµή που µπαίνω στη λεωφόρο Μαραθώνος και τα φώτα τού δρόµου σβήνουν ξαφνικά όλα µαζί. Η ώρα που ο ήλιος του καλοκαιριού δυναστεύει τη γη πλησιάζει γοργά.
Άνθρωποι εµφανίζονται σιγά σιγά στις στάσεις των λεωφορείων. Οι Έλληνες συνηθίζουν να παίρνουν έναν υπνάκο το µεσηµέρι, κι έτσι συνήθως ξεκινούν για τη δουλειά τους νωρίς το πρωί. Όλοι µε κοιτάζουν µε περιέργεια. ∆εν φαντάζοµαι να έχουν ξαναδεί κανέναν Ασιάτη να τρέχει ξηµερώµατα στους δρόµους της Αθήνας. Έτσι κι αλλιώς η Αθήνα δεν είναι απ’ τις πόλεις όπου συναντάς πολλούς δροµείς. Εξήµισι χιλιόµετρα αργότερα βγάζω το µπλουζάκι µου και µένω γυµνός απ’ τη µέση κι επάνω. Πάντα τρέχω χωρίς µπλουζάκι, κι έτσι αισθάνοµαι υπέροχα που το βγάζω (αν κι αργότερα θα βρεθώ µ’ ένα φρικτό έγκαυµα). Μέχρι το δέκατοτρίτο χιλιόµετρο τρέχω σε δρόµο µε ανηφορική κλίση. Πλήρης άπνοια. Όταν φτάνω στην κορυφή τής ανηφόρας, αισθάνοµαι σαν να βγήκα τελικά απ’ την πόλη. Νιώθω ανακούφιση, αλλά την ίδια στιγµή το πεζοδρόµιο εξαφανίζεται και στη θέση του υπάρχει µονάχα µια λευκή γραµµή κατά µήκος τού δρόµου, που ορίζει ένα στενό διάδροµο.
Η ώρα αιχµής έχει ξεκινήσει κι ο αριθµός των αυτοκινήτων έχει πολλαπλασιαστεί. Φαρδιά λεωφορεία και φορτηγά περνούν σφυρίζοντας πλάι µου, µε ογδόντα περίπου χιλιόµετρα την ώρα. Σε διαπερνάει, όσο να ’ναι, ένα αδιόρατο άρωµα ιστορίας σ’ ένα δρόµο που έχει το όνοµα του Μαραθώνα, στην πραγµατικότητα όµως είναι απλώς µια συνηθισµένη λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας. «Γύρω στο τριακοστό έβδοµο χιλιόµετρο αρχίζω να µισώ τα πάντα. Φτάνει πια! Η ενέργειά µου έχει πιάσει πάτο και δεν έχω καµιά όρεξη να τρέξω άλλο».
Σ’ αυτό το σηµείο είναι που συναντάω το πρώτο νεκρό σκυλί. Ένα µεγάλο καφετί σκυλί. ∆εν βλέπω τίποτα εξωτερικές πληγές. Είναι απλώς ξαπλωµένο στη µέση του δρόµου. Θα είναι κανένα αδέσποτο που το χτύπησε κάποιο αυτοκίνητο τρέχοντας µες στη νύχτα. Το σώµα του δείχνει ακόµη ζεστό, γι’ αυτό δεν φαίνεται νεκρό. Πιο πολύ µοιάζει να κοιµάται. Οι οδηγοί των φορτηγών που το προσπερνούν σαν βολίδες δεν του ρίχνουν ούτε µια µατιά. Λίγο παρακάτω περνάω δίπλα από µια γάτα λιωµένη από αυτοκίνητο. Η γάτα είναι εντελώς πλάκα, σαν στραβοχυµένη πίτσα, και κατάστεγνη. Θα πρέπει να πέρασαν από πάνω της πριν από αρκετή ώρα. Για τέτοιο δρόµο µιλάω.
Κι εκείνη τη στιγµή αρχίζω πραγµατικά ν’ αναρωτιέµαι γιατί, ύστερ’ από ένα τόσο µεγάλο ταξίδι απ’ το Τόκιο µέχρι αυτή την όµορφη χώρα, πρέπει να τρέχω σ’ αυτό τον καταθλιπτικό δρόµο ταχείας κυκλοφορίας. ∆εν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω; Η καταµέτρηση των πτωµάτων όλων εκείνων των καηµένων ζώων που έχασαν τη ζωή τους στη λεωφόρο Μαραθώνος τη συγκεκριµένη µέρα είναι τρία σκυλιά κι έντεκα γάτες. Τα µέτρησα όλα, κι αυτό µου ’φερε λίγο κατάθλιψη. Τρέχω, τρέχω. Ο ήλιος βγαίνει ολόκληρος και µε απίστευτη ταχύτητα υψώνεται στον ουρανό. Πεθαίνω στη δίψα. ∆εν προλαβαίνω να ιδρώσω, αφού ο αέρας είναι τόσο ξηρός, που ο ιδρώτας αυτοµάτως εξατµίζεται, αφήνοντας πίσω του ένα λευκό στρώµα αλάτι. Υπάρχει η έκφραση στάζω ιδρώτα, αλλά εδώ ο ιδρώτας εξαφανίζεται πριν προλάβει να στάξει. Όσο περνάει η ώρα, το αλµυρό κατακάθι τσιµπάει παντού το κορµί µου. Αρχίζω να ονειρεύοµαι µια παγωµένη µπίρα, τόσο παγωµένη που να καίει το λαιµό. Ούτε δείγµα µπίρας τριγύρω, ωστόσο, οπότε βολεύοµαι µε λίγο νερό απ’το φορτηγάκι του περιοδικού κάθε πέντε περίπου χιλιόµετρα. Ποτέ µου δεν ξαναήπια τόσο νερό τρέχοντας. Παρ’ όλ’ αυτά αισθάνοµαι αρκετά καλά. Πολλή ενέργεια ακόµη. Προχωράω χρησιµοποιώντας µονάχα το εβδοµήντα τοις εκατό των δυνατοτήτων µου, αλλά καταφέρνω να διατηρήσω έναν αξιοπρεπή ρυθµό. Κάθε τόσο ο δρόµος γίνεται ανηφορικός, ύστερα κατηφόρα. Καθώς κατευθύνοµαι από την ενδοχώρα προς τη θάλασσα, ο δρόµος είναι, σε γενικές γραµµές, ελαφρά κατηφορικός. Αφήνω πίσω µου την πόλη, ύστερα τα προάστια, και σιγά σιγά µπαίνω σε µια πιο εξοχική περιοχή. Καθώς διασχίζω το µικρό χωριό της Νέας Μάκρης, ηλικιωµένοι κάθονται έξω σ’ ένα καφενείο ρουφώντας τον πρωινό τους καφέ από κάτι µικρά φλιτζάνια και µε παρατηρούν αµίλητοι να περνάω τρέχοντας. Σαν αυτόπτες µάρτυρες σε µια σκηνή απ’ τα βάθη της ιστορίας.
Γύρω στο εικοστό έβδοµο χιλιόµετρο υπάρχει µια ανηφοριά, και µόλις τελειώνει, η µατιά µου πέφτει στους λόφους του Μαραθώνα. Έχω βγάλει, υποθέτω, τα δύο τρίτα της διαδροµής. Υπολογίζω το χρόνο στο µυαλό µου και σκέφτοµαι ότι µ’ αυτό το ρυθµό θα µπορέσω να τερµατίσω σε τρεισήµισι ώρες. Τα πράγµατα όµως δεν πάνε και τόσο καλά. Στο τριακοστό πρώτο χιλιόµετρο ο αντίθετος άνεµος που φυσάει απ’ τη θάλασσα αρχίζει να δυναµώνει, κι όσο πλησιάζω στο Μαραθώνα δυναµώνει κι άλλο. Ο άνεµος είναι τόσο δυνατός, που µου τσούζει το δέρµα. Έχω την αίσθηση ότι αν αφεθώ, θα µε πετάξει πίσω. Καθώς ο δρόµος αρχίζει ν’ ανηφορίζει οµαλά, µου ’ρχεται η αµυδρή µυρωδιά της θάλασσας. Μονάχα ένας δρόµος σε πάει στο Μαραθώνα, κι αυτός είναι ίσιος σαν χάρακας. Σ’ αυτό το σηµείο αρχίζω να αισθάνοµαι πραγµατικά εξαντληµένος. Όσο νερό κι αν πιω, λίγα λεπτά αργότερα ξαναδιψάω. Μια ωραία παγωµένη µπίρα θα ήταν τέλεια. Όχι – ξέχνα τις µπίρες. Ξέχνα και τον ήλιο. Ξέχνα τον άνεµο. Ξέχνα το άρθρο που πρέπει να γράψεις. Απλώς συγκεντρώσου στην κίνηση, να φέρνεις µπροστά το ένα πόδι µετά το άλλο. Μονάχα αυτό έχει σηµασία.
Περνάω τα τριάντα πέντε χιλιόµετρα. ∆εν έχω τρέξει ποτέ περισσότερο από τριάντα πέντε χιλιόµετρα, οπότε µπαίνω σε αχαρτογράφητη περιοχή. Στ’ αριστερά µου είναι µια σειρά από τραχιά, γυµνά βουνά. Ποιος θα ’φτιαχνε ποτέ τέτοια βουνά; Στα δεξιά, µια ατέλειωτη σειρά από χωράφια µ’ ελιές. Όλα µοιάζουν σκεπασµένα µ’ ένα πέπλο λευκής σκόνης. Κι ο δυνατός άνεµος απ’ τη θάλασσα δεν λέει να κοπάσει. Τι ζόρι τραβάει αυτός ο άνεµος; Γιατί πρέπει να λυσσοµανάει έτσι; «Ίσα που διακρίνω τον τερµατισµό, τον τύµβο του Μαραθώνα στην είσοδο του οµώνυµου χωριού. Εµφανίζεται τόσο ξαφνικά, που στην αρχή δεν είµαι σίγουρος αν είναι πράγµατι αυτό το τέρµα». Γύρω στο τριακοστό έβδοµο χιλιόµετρο αρχίζω να µισώ τα πάντα. Φτάνει πια! Η ενέργειά µου έχει πιάσει πάτο και δεν έχω καµιά όρεξη να τρέξω άλλο. Αισθάνοµαι σαν να οδηγώ αµάξι χωρίς βενζίνη. Χρειάζοµαι ένα ποτό, αλλ’ αν σταµατήσω εδώ να πιω λίγο νερό, δεν νοµίζω ότι θα µπορέσω να ξαναρχίσω να τρέχω. Πεθαίνω στη δίψα αλλά δεν έχω πια κουράγιο ούτε νερό να πιω.
Καθώς αυτές οι σκέψεις χοροπηδάνε στο µυαλό µου, σιγά σιγά νιώθω θυµό. Θυµό για το πρόβατο που ευτυχισµένο µασουλάει χορτάρι σ’ ένα άδειο οικόπεδο πλάι στο δρόµο, θυµό για το φωτογράφο που τραβάει στιγµιότυπα µέσ’ απ’ το φορτηγάκι. Ο ήχος του διαφράγµατος της κάµερας µου γρατζουνάει τα νεύρα. Ποιος τα χρειάζεται όλ’ αυτά τα πρόβατα, στο κάτω κάτω; Όµως η δουλειά τού φωτογράφου είναι να πατάει το κουµπί της µηχανής κι η δουλειά του προβάτου να µασάει χόρτο, κι έτσι δεν έχω κανένα δικαίωµα να παραπονιέµαι. Παρ’ όλ’ αυτά, η όλη κατάσταση µου τη δίνει όλο και πιο πολύ. Το δέρµα µου αρχίζει να πετάει µικρές λευκές φουσκαλίτσες απ’ την κάψα. Καταντάει γελοίο. Τι θα γίνει µ’ αυτή τη ζέστη, τέλος πάντων; Περνάω το σηµάδι του τεσσαρακοστού χιλιοµέτρου.
«∆ύο χιλιόµετρα ακόµη. Κουράγιο!» φωνάζει χαρούµενα ο υπεύθυνος του περιοδικού απ’το φορτηγάκι. Εύκολο για σένα να το λες, θέλω να του φωνάξω κι εγώ, αλλά δεν το κάνω. Ο λαµπρός ήλιος µάς πυρπολεί. Είναι µόλις εννέα και πέντε, αλλά αισθάνοµαι σαν να µ’ έχουν βάλει στο φούρνο. Το αλάτι µού τσούζει τα µάτια και για µια στιγµή δεν µπορώ να δω τίποτα. Σκουπίζω τον ιδρώτα µετο χέρι µου, αλλά το χέρι και το πρόσωπό µου είναι κι αυτά αλατισµένα κι αυτό κάνει τα µάτια µου να τσούξουν ακόµη περισσότερο. Πέρ’ από τα ψηλά χόρτα του καλοκαιριού, ίσα που διακρίνω τον τερµατισµό, τον τύµβο του Μαραθώνα στην είσοδο του οµώνυµου χωριού. Εµφανίζεται τόσο ξαφνικά, που στην αρχή δεν είµαι σίγουρος αν είναι πράγµατι αυτό το τέρµα. Χαίροµαι που βλέπω τη γραµµή του τερµατισµού, αλλά για κάποιο λόγο αυτό το βίαιο ξάφνιασµα µε τρελαίνει. Αφού αυτό είναι το τελευταίο κοµµάτι της διαδροµής, θέλω να κάνω µια τελευταία, απεγνωσµένη προσπάθεια να τρέξω όσο πιο γρήγορα µπορώ, αλλά τα πόδια µου έχουν άλλη άποψη. Έχω ξεχάσει εντελώς πώς να κινώ το κορµί µου.
Αισθάνοµαι όλους τους µυς µου σαν να τους πλάνισαν µε σκουριασµένη πλάνη. Η γραµµή του τερµατισµού. Επιτέλους φτάνω στο τέρµα. Παραδόξως, δεν αισθάνοµαι ότι πέτυχα το στόχο µου. Το µόνο πράγµα που αισθάνοµαι είναι µια απόλυτη ανακούφιση που δεν χρειάζεται πια να τρέχω. Χρησιµοποιώ µια βρύση σ’ ένα βενζινάδικο για να δροσίσω το υπερθερµασµένο κορµί µου και να ξεπλύνω το αλάτι που ’χει κολλήσει πάνω µου. Είµαι καλυµµένος από αλάτι, αληθινή στήλη άλατος. Όταν ο ηλικιωµένος άνθρωπος στο βενζινάδικο ακούει τι έκανα, κόβει µερικά λουλούδια από µια γλάστρα και µου προσφέρει ένα µπουκέτο. Έκανες καλή δουλειά, µου λέει χαµογελώντας. Συγχαρητήρια.
Αυτές οι µικρές ευγενικές χειρονοµίες από ξένους µε κάνουν να αισθάνοµαι απέραντα ευγνώµων. Ο Μαραθώνας είν’ ένα µικρό, φιλικό χωριό, ήσυχο και γαλήνιο. ∆εν µπορώ να φανταστώ πώς ήταν εδώ πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια, όταν οι Έλληνες κατατρόπωσαν τις περσικές δυνάµεις σε µια τροµερή µάχη στα παράλια. Κάθοµαι σ’ ένα καφενείο στο χωριό και ρουφάω µια παγωµένη µπίρα Amstel. Είναι απίθανη, αλλά δεν έχει καµιά σχέση µε την µπίρα που φανταζόµουν ενώ έτρεχα. Τίποτα στον πραγµατικό κόσµο δεν είναι τόσο όµορφο όσο οι φαντασιώσεις ενός ανθρώπου που κοντεύει να χάσει τις αισθήσεις του. Η διαδροµή από την Αθήνα στο Μαραθώνα µου πήρε τρεις ώρες και πενήντα ένα λεπτά. ∆εν θα τον λέγαµε σπουδαίο χρόνο, αλλά τουλάχιστον κατάφερα να τρέξω ολόκληρη την κούρσα µόνος µου, µε µοναδικό σύντροφο τη φοβερή κίνηση, την αδιανόητη ζέστη και τη φριχτή µου δίψα. Υποθέτω ότι πρέπει να νιώθω περήφανος γι’ αυτό που έκανα, αλλ’ αυτή τη στιγµή δεν µε νοιάζει. Αυτό που µε χαροποιεί αυτή τη στιγµή είναι που ξέρω ότι δεν χρειάζεται να κάνω ούτε ένα βήµα παραπάνω. Ουφ! ∆εν χρειάζεται να τρέξω άλλο.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χαρούκι Μουρακάμι «Για τι πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το τρέξιμο». Μετάφραση: Βασίλης Κιμούλης. Εκδόσεις Ωκεανίδα, 2011.
Πηγή: iefmirida.gr