Τα παιδιά μαθαίνουν γλώσσες από το περιβάλλον τους και γίνονται δίγλωσσα ή πολύγλωσα αν σε αυτό συνυπάρχουν πάνω από μία γλώσσες. Τέτοιου είδους γλωσσικά περιβάλλοντα είναι πιο συνηθισμένα απ’ ότι νομίζουμε· η επικρατούσα γλωσσολογική άποψη είναι ότι τα περισσότερα παιδιά μεγαλώνουν ακούγοντας πάνω από μία γλώσσες. Τι θα γινόταν λοιπόν αν ένα παιδί μεγάλωνε σε ένα περιβάλλον όπου ακούει δέκα, είκοσι ή και παραπάνω γλώσσες; Θα μπορούσε να τις μάθει όλες;
Η απάντηση είναι «μάλλον όχι», σύμφωνα με τη Suzy J. Styles, εξελικτική ψυχολόγο στο Nanyang Technological University στη Σιγκαπούρη που ασχολείται με την εκμάθηση της γλώσσας στην παιδική ηλικία. Καταρχάς, το παιδί δεν θα είχε αρκετό χρόνο· όσες περισσότερες γλώσσες ακούει κανείς στο περιβάλλον του, τόσο λιγότερο χρόνο τριβής έχει με την καθεμία. Δεύτερον, ίσως το παιδί δεν ενδιαφέρεται να μάθει είκοσι γλώσσες. Η Δρ. Styles λέει πως τα παιδιά δεν απορροφούν άκριτα ό,τι συμβαίνει γύρω τους, αλλά επεξεργάζονται, προσπαθούν να βγάλουν νόημα και δημιουργούν απόψεις και όλες αυτές οι διαδικασίες παίζουν σημαντικό ρόλο στο πώς μαθαίνουν και τι συγκρατούν.
«Τα παιδιά αποκτούν κίνητρο να χρησιμοποιήσουν μια γλώσσα όταν βλέπουν ότι αυτή έχει κοινωνικό αντίκτυπο», σύμφωνα με τη Δρ. Styles. Με άλλα λόγια, τα παιδιά θέλουν να μάθουν τις γλώσσες που ακούν να χρησιμοποιούνται σε κοινωνικά περιβάλλοντα. Αν εμφανιστεί στο περιβάλλον τους ένας ταξιδιώτης που μιλάει μια ξένη γλώσσα, αλλά κανένας δεν ασχοληθεί μαζί του, το παιδί δεν θα έχει κίνητρο να μάθει τη γλώσσα του ταξιδιώτη. Αν όμως το περιβάλλον του παιδιού δείξει ενδιαφέρον, τότε κι εκείνο θα θελήσει να μάθει περισσότερα, μιας και τα παιδιά δίνουν μεγαλύτερη σημασία στα πράγματα τα οποία προσέχουν οι κοντινοί τους άνθρωποι.
Συνεπώς, για να μεγαλώσει κανείς ένα πολύγλωσσο παιδί δε χρειάζεται μόνο έκθεση στη δεύτερη, τρίτη, κ.ο.κ. γλώσσα, αλλά και κίνητρο. Για παράδειγμα, οι ορεινές περιοχές της Παπούα Νέας Γουινέας είναι ένα γλωσσικά πυκνό περιβάλλον. Για όσους ζουν εκεί, είναι μεγάλο προτέρημα το να μπορούν να επικοινωνήσουν στις γλώσσες των γειτονικών χωριών, οπότε και τα παιδιά μεγαλώνουν σχεδόν από ανάγκη πολύγλωσσα. Όταν όμως η ανάγκη δεν είναι παράγοντας, μια καλή μέθοδος για όποιον θέλει να μεγαλώσει πολύγλωσσα παιδιά είναι να προσπαθήσει να προβάλλει την κοινωνική αξία των επιπλέον γλωσσών, έστω κι αν το κίνητρο που θα δώσει είναι το να μπορεί το παιδί να καταλαβαίνει τι λέει η γιαγιά με τη γειτόνισσα (ή τουλάχιστον τα καρτούν στην τηλεόραση).