Το έργο
Η είδηση της άλωσης της Τροίας φτάνει στο Άργος. Η αναμονή γι’ αυτά τα μαντάτα κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια και οι ενδιάμεσες συμφορές ήταν ανυπολόγιστες. «Σπίτι δεν έχει μείνει που να μην αγρυπνά από το φόβο» ομολογεί ο Χορός των Αργιτών, μια παραδοχή που κρύβει το μίσος για τους άρχοντες που ξεκίνησαν αυτόν τον πόλεμο και ξεκλήρισαν οικογένειες. «Μεγάλη είναι του λαού η οργή και ο λαός πάντα τιμωρεί» λένε πριν την άφιξη του βασιλιά στην πόλη.
Η επάνοδος του Αγαμέμνονα στην εξουσία δεν θ’ αργήσει. Ο πορθητής της Τροίας επιστρέφει, οι ναοί στολίζονται με τα λάφυρα του πολέμου μα ο βασιλιάς δεν είναι μόνος. Η μάντισσα Κασσάνδρα και κόρη του βασιλιά Πριάμου έρχεται κι αυτή ως λάφυρο πολέμου στο Άργος στο πλευρό του Αγαμέμνονα. Η θερμή υποδοχή της Κλυταιμνήστρας που «με λαχτάρα τρέχει να υποδεχθεί τον κύρη της» μετατρέπεται σε φονικό μένος. Ο Αγαμέμνων και η ερωμένη του πέφτουν νεκροί από το σπαθί της, με την συνέργεια του Αιγίσθου, διωγμένου εξαδέρφου του Αγαμέμνονα και διεκδικητή του θρόνου. Η εκδίκηση της Κλυταιμνήστρας για «τις πίκρες που μας κέρασε» και για την βαρβαρική θυσία της Ιφιγένειας, προκειμένου ν’ αρχίσει η εκστρατεία, προκαλεί την λαϊκή κατακραυγή που προλογίζει την πράξη του μητροκτόνου Ορέστη. Ο κύκλος του αίματος δεν έχει τελειώσει.