Η αναδοχή παιδιών είναι ένας όρος που συγχέεται συχνά στην Ελλάδα, με εκείνον της υιοθεσίας. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν υπάρχει σωστή ενημέρωση του τι σημαίνει αναδοχή, αλλά και γιατί η πραγματική εικόνα του τι είναι ανάδοχος γονέας, συχνά τείνει να διαστρεβλώνεται. Προκειμένου να αποσαφηνίσουμε τις δύο έννοιες, πήγαμε στην 4η Ημερίδα Ενημέρωσης και Ευαισθητοποίησης για τα Δικαιώματα των Παιδιών που ζουν σε Ιδρύματα, στην Αναδοχή και την Υιοθεσία, και συνομιλήσαμε με την πρόεδρο του Δικτύου Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών «Δικαίωμα στην Οικογένεια», κυρία Ελένη Γεώργαρου, και τη Διευθύντρια του Σωματείου ΕΛΙΖΑ, κυρία Βάννα Μαρκετάκη.
Πρώτα από όλα, ένα παιδί έχει το δικαίωμα στην υγιή ανάπτυξη ενώ η οικογενειακή ανάδοχη φροντίδα λειτουργεί ως μέσο αντιμετώπισης των ανισοτήτων για τα παιδιά των ιδρυμάτων. Με γνώμονα αυτές τις δύο θεμελιώδεις βάσεις, η συζήτηση άγγιξε πολλές θεματικές που κατέστησαν σαφές ότι στη χώρα μας χρειάζεται να γίνουν πολλά ακόμη για να αλλάξει η κατάσταση της αναδοχής και να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που συναντούν τα παιδιά αλλά και οι υποψήφιοι ανάδοχοι γονείς που είναι αποφασισμένοι να αφοσιωθούν στη φροντίδα τους.
Τα «αόρατα παιδιά» των ιδρυμάτων έχουν ανάγκη από την εφαρμογή μιας συνολικής πολιτικής για την οικογένεια και τα ίδια, αλλά κυρίως από ένα περιβάλλον, ειδικά διαμορφωμένο για την ομαλή ανάπτυξή τους. Στην Ελλάδα, υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη προς αυτή την κατεύθυνση και πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν ότι η ιδρυματική φροντίδα είναι και αυτή, μια μορφή κακομεταχείρισης των παιδιών όταν δεν γίνεται σωστά.
Η κυρία Μαρκετάκη κάνει μια αναπόφευκτη σύγκριση με άλλες χώρες στον κόσμο, με γεωγραφικά σημεία που δεν θα μας περνούσε ποτέ από το μυαλό ότι σημειώνουν τέτοια πρόοδο:
«Στην Κένυα, στη Ρουάντα και τώρα στην Ουγκάντα, έχουν ξεκινήσει μεταρρυθμίσεις και, το σημαντικότερο είναι ότι παραιτήθηκαν άνθρωποι της κοινωνικής πρόνοιας, γιατί δεν εφαρμόζονταν σωστά οι εναλλακτικές λύσεις. Δηλαδή η αναδοχή και η στήριξη της βιολογικής οικογένειας. Δεν γίνεται όσοι έχουν ίδρυμα, να μην προσπαθούν να συνενώσουν τους γονείς με τα παιδιά, ώστε κάποια στιγμή αυτά να επιστρέψουν στις βιολογικές τους οικογένειες»
Το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας, όπως λέει η Διευθύντρια του Σωματείου Ελίζα, είναι «η ανυπαρξία της πρόνοιας δομικά και σε ανθρώπινο δυναμικό. Αν υπάρχουν υποστελεχωμένες κοινωνικές υπηρεσίες, τότε δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε ότι το παιδί δεν θα πάει σε ίδρυμα και θα μείνει στη βιολογική του οικογένεια ή θα επανενωθεί στην περίπτωση απομάκρυνσης». Στη χώρα μας επίσης παρατηρείται έντονα μια αντίστροφη αναλογία στον αριθμό των αιτήσεων. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν λίγα παιδιά προς υιοθεσία και πολλά προς αναδοχή. Από την άλλη, υπάρχουν πολλοί υποψήφιοι που θέλουν να υιοθετήσουν και λίγοι που θέλουν να γίνουν ανάδοχοι. Η κυρία Γεώργαρου, η οποία υπήρξε ανάδοχη ενός 11χρονου κοριτσιού από την Αλβανία που είχε πέσει θύμα εμπορίας ανθρώπων, επισημαίνει ότι:
«Δεν υπάρχει καμία αίτηση για παιδιά με αναπηρίες, για παιδιά που έχουν ζητήματα ψυχοκοινωνικής δυσκολίας ή για παιδιά που έχουν κάποια χρόνια νόσο»
Όταν το 2008 μάλιστα, η Ελένη Γεώργαρου, ήταν στο Δ.Σ μιας δομής φιλοξενίας παιδιών και προσπαθούσε με μια διεπιστημονική ομάδα να δημιουργήσει ένα πιλοτικό πρόγραμμα για αναδοχή, πολλές ιδιωτικές δομές όχι μόνο δεν έκαναν αναδοχές, αλλά δεν γνώριζαν καν τι ήταν ο θεσμός, παρόλο που ήδη από το 1992 υπήρχε σχετική νομοθεσία.
Μόλις το 2018 ήρθε με πιο στοχευμένο και οργανωμένο τρόπο ο θεσμός της αναδοχής. Οι δομές υποχρεούνται πλέον να καταγράφουν στα ειδικά μητρώα τα παιδιά που φιλοξενούν και έτσι μέσα από το ηλεκτρονικό σύστημα να υπάρχουν ταιριάσματα μεταξύ υποψηφίων ανάδοχων γονέων και παιδιών. Όλα αυτά έχουν σίγουρα βελτιώσει πολύ τις προσπάθειες αποϊδρυματοποίησης στη χώρα, όμως ίσως δεν είναι όλα τόσο ρόδινα όσο μοιάζουν.
Οι διαφορές ανάμεσα στην αναδοχή και την υιοθεσία
Στην αναδοχή, η λογική είναι, όπως εξηγεί η κυρία Μαρκετάκη, ότι «το παιδί έχει βιολογικό γονέα, ο οποίος κάποια στιγμή μπορεί να κριθεί κατάλληλος ώστε το παιδί να επιστρέψει σε αυτόν. Υπάρχουν περιπτώσεις επείγουσας αναδοχής όπου ένα παιδί μες στο περιβάλλον του αποφασίζεται να φύγει για οποιονδήποτε λόγο».
«Στο εξωτερικό υπάρχει αναδοχή ακόμη κι αν μια μητέρα δεν έχει συγγενείς και ξαφνικά αρρωσταίνει με μια νόσο όπως με καρκίνο. Στο διάστημα που πρέπει να κάνει θεραπείες και δεν έχει πού να αφήσει το παιδί, ζητάει από μια ανάδοχη οικογένεια να τη βοηθήσει μέχρι να ολοκληρώσει τις θεραπείες της», προσθέτει η κυρία Μαρκετάκη
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου το περιβάλλον κρίνεται ακατάλληλο, καθώς οι γονείς μπορεί να είναι εξαρτημένοι με ναρκωτικά ή στα όρια της φτώχειας. Όταν ο γονιός φαίνεται ότι είτε δεν έχει πλαισιωθεί, είτε δεν έχει κριθεί τελικά ότι μπορεί ή θέλει να πάρει το παιδί του, τότε ο ανάδοχος γονέας μπορεί να ζητήσει να γίνει ο γονέας που θα υιοθετήσει ένα παιδί.
Η υιοθεσία και η βασική της διαφορά από την αναδοχή, είναι ότι «δεν υπάρχει γονιός ή ότι ο γονιός δεν μπορεί ή δεν θέλει τελικά να αναλάβει το παιδί του». Στην υιοθεσία η βασική νομική διαφορά, σύμφωνα με την κυρία Γεώργαρου είναι, ότι «το παιδί μπαίνει στην οικογένεια και αποκτά τη θέση φυσικού παιδιού, σαν να το έχουμε γεννήσει ενώ στην αναδοχή θα το λέγαμε έτσι σχηματικά, ότι είναι σαν να είναι ένα παιδί "συγγενικό" μας».
Οι ανάδοχοι γονείς παίζουν τον ρόλο του συμπληρωματικού περιβάλλοντος στο βασικό οικογενειακό περιβάλλον
Η υιοθεσία όμως είναι η ένταξη ενός παιδιού στην οικογένεια με όλα τα νομικά και κοινωνικά δικαιώματα που μπορεί να έχει ένα παιδί σε μια οικογένεια. Ιδανικά φανταστείτε ότι αυτό το συγγενικό πρόσωπο πρέπει να είναι κοντά και γεωγραφικά στη βιολογική οικογένεια του παιδιού για να δώσουμε τη δυνατότητα να επανενωθούν.
Ο φυσικός γονιός μπορεί να θέλει να βλέπει το παιδί στην αρχή αλλά αυτό σταδιακά μπορεί να αλλάξει με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί από τη ζωή του παιδιού. Αρχικά ο γονιός σοκάρεται αλλά στη συνέχεια επαναπαύεται ότι είναι καλά. «Το παιδί αυτό δεν μπορεί να πατάει λοιπόν σε δύο βάρκες, πρέπει να ξέρει ότι η οικογένεια του είναι μία», επεξηγεί ηκυρία Γεώργαρου.
Η επαγγελματική αναδοχή
Στην επαγγελματική αναδοχή, «κάποιος έχει έναν ρόλο επαγγελματία "σε πολλά εισαγωγικά" καθώς αναλαμβάνει έναντι αμοιβής τη φροντίδα ενός παιδιού με 50% αναπηρία και πάνω, για όσο χρόνο το χρειάζεται», εξηγεί η κυρία Γεώργαρου. Ωστόσο, εδώ μπαίνει στη συζήτηση ο ρόλος του συναισθηματικού δεσμού ανάμεσα στο παιδί και τον ανάδοχο.
Σύμφωνα με την πρόεδρο, «Παλαιότερα, πριν τεθεί σε εφαρμογή το συγκεκριμένο σύστημα της πλατφόρμας, υπήρχαν άνθρωποι που πήγαιναν ως εθελοντές σε δομές φιλοξενίας παιδιών με αναπηρία. Όταν πας ως εθελοντής και συνδέεσαι ψυχικά με ένα παιδί, δένεσαι τόσο που στη συνέχεια ζητάς να γίνεις ανάδοχος. Πρώτα χτίζεται η συναισθηματική σχέση και μετά ξεκινά η κοινή πορεία. Χρειάζεται πάντα η καλλιέργεια ενός δεσμού με το παιδί».
Η σημασία του ρόλου του ανάδοχου
Ο ρόλος του ανάδοχου γονιού είναι ακριβώς όπως του κάθε γονιού. «Μεγαλώνεις ένα παιδί και του προσφέρεις ό,τι χρειάζεται. Κάνεις τα πάντα για τη φροντίδα του. Ωστόσο στερείσαι νομικών δικαιωμάτων. Τα θέματα που αφορούν την εκπροσώπηση του παιδιού, τα έχει πάλι ο φορέας που έχει την επιμέλεια του παιδιού. Αν πρέπει δηλαδή να παρθεί μια σημαντική απόφαση για το παιδί, θα την πάρει το ίδρυμα. Εκτός αν μετά από κάποιο διάστημα, ο ανάδοχος πάρει και την επιμέλεια του παιδιού δικαστικά ή σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις, του ανατεθεί εξ αρχής», σημειώνει η κυρία Γεώργαρου.
Η κυρία Μαρκετάκη προσθέτει σε αυτό το σημείο πως υπάρχουν ήδη προτάσεις για ένα μοντέλο μετάβασης των ιδρυμάτων σε κοινωνικές υπηρεσίες και αυτό γεννά μόνο ελπίδα.
Οι μύθοι που πρέπει να καταρριφθούν
Ο μεγάλος αριθμός των αναδοχών
Παρόλο που δημοσιεύονται στοιχεία από την πλατφόρμα anynet, όπως τονίζει η κυρία Γεώργαρου, δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα που θα ήταν πολύ χρήσιμα στην κοινότητα. Τα ερωτήματα είναι πολλά. Πόσα ακριβώς ιδρύματα υπάρχουν; Δεν ξέρουμε. Εφόσον είναι καταγεγραμμένα, γιατί δεν δημοσιοποιούνται λεπτομέρειες; Γιατί δεν μας λένε πόσα παιδιά έχει το κάθε ίδρυμα αυτήν τη στιγμή; Ή πόσες αναδοχές έχει κάνει κάθε ίδρυμα και περιφέρεια; Έτσι, θα μπορούμε να δούμε αν υπάρχουν περιοχές που κοιμούνται. Μήπως υπάρχουν περιφέρειες που δεν έχουν προσωπικό; Υπάρχουν άλλα προβλήματα;
Ο πραγματικός αριθμός των αναδοχών κυμαίνεται σε κάποιες δεκάδες. Μεταξύ άλλων, είναι πολύ σημαντικό να ξέρουμε, από αυτές τις αναδοχές που έχουν γίνει, πόσες ήταν επιτυχείς και πόσες δεν ήταν. Κάπως έτσι, έχουμε έναν μύθο αριθμού γι' αυτό χρειάζεται η εξακρίβωση των στοιχείων.
«Οι ανάδοχοι εποπτεύονται και υποστηρίζονται»
Ένας ακόμη μύθος που πρέπει να καταρριφθεί, είναι ότι οι ανάδοχοι εποπτεύονται και υποστηρίζονται. Η αλήθεια είναι σύμφωνα με την κυρία Γεώργαρου, ότι «παίρνουν ένα στοιχειώδες οικονομικό ποσό για τις ανάγκες του παιδιού μηνιαίως, αλλά σπανίως υποστηρίζονται γιατί δεν υπάρχει οργανωμένο προσωπικό εποπτείας. Μάλιστα, στην παρακολούθηση των αναδοχών, μπορεί να εμπλέκονται ακόμη και 4-5 κοινωνικοί λειτουργοί, κάτι το οποίο προκαλεί σύγχυση στο παιδί».
Μπορεί η εποπτεία να είναι λοιπόν θεωρητικής φύσεως, αλλά ο θεσμός δεν είναι βιώσιμος, λειτουργικός, ούτε προς το συμφέρον του παιδιού.
«Τα παιδιά σχεδόν πάντα επιστρέφουν στην οικογένειά τους»
Πρέπει να σεβαστούμε περισσότερο τους ανθρώπους που προσφέρονται για να γίνουν ανάδοχοι, σύμφωνα με την κυρία Μαρκετάκη και την κυρία Γεώργαρου. Πρέπει να γίνουμε πιο ειλικρινείς μαζί τους γιατί η Ελλάδα έχει τεράστια ποσοστά παιδιών που τελικά δεν γυρίζουν στην οικογένειά τους.
Πρέπει να τους πούμε την αλήθεια, ότι τα 9 στα 10 παιδιά δεν θα γυρίσουν στην οικογένειά τους
«Αν πάρεις ένα 9χρονο παιδί στην οικογένειά σου, ενδέχεται να το υιοθετήσεις», λέει η κυρία Γεώργαρου. «Συνήθως τρομοκρατούν τους υποψήφιους ανάδοχους, λέγοντάς τους ότι το παιδί θα φύγει από το σπίτι τους αλλά αυτό δεν ανταποκρίνεται πάντα στην πραγματικότητα. Οι ανάδοχοι γονείς χρειάζονται άλλου τύπου προσέγγιση».
Πώς γίνεται κανείς ανάδοχος
Με το νέο σύστημα, η υποβολή αίτησης και δικαιολογητικών γίνεται μέσω της πλατφόρμας anynet, σύμφωνα με την κυρία Γεώργαρου. Στη συνέχεια, η αίτηση παραλαμβάνεται από κάποια αρμόδια κοινωνική υπηρεσία και στη συνέχεια γίνεται κοινωνική έρευνα για το αν υπάρχει καταλληλότητα. Έπειτα, εγγράφεται στο ειδικό μητρώο αναδόχων γονέων και αφού παρακολουθήσει σεμινάρια διαδικτυακά και κριθεί επαρκώς επιμορφωμένος, τότε εγγράφεται στο μητρώο υποψηφίων αναδόχων γονέων.
Μετά την εγγραφή, έρχονται πληροφορίες από την περιφέρεια την οποία ανήκει, πχ ότι υπάρχει ένα παιδί που ταιριάζει στα χαρακτηριστικά που έβαλε στην αίτηση. Αν συμφωνεί, το παιδί έρχεται με τη συνοδεία κοινωνικού λειτουργού, στον τόπο κατοικίας του αναδόχου και ακολουθεί η λεγόμενη περίοδος προσαρμογής. Γίνονται περίπου τέσσερις συναντήσεις αλλά δεν ισχύει πάντα ότι το παιδί πάει στους αναδόχους. Συνήθως οι ανάδοχοι πάνε στο παιδί χωρίς να το βλέπουν σε συνθήκες φυσικού περιβάλλοντος που ζει, αλλά κάπου έξω πχ σε έναν παιδότοπο.
Μια αναδοχή που κρίνεται πετυχημένη, οφείλεται κυρίως στους ανθρώπους που θέλουν οι ίδιοι να γίνουν ανάδοχοι και φυσικά στην καλή τους προετοιμασία. Στην Ελλάδα, βέβαια ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς και αξίζει να γίνει μια σημαντική αλλαγή στο κομμάτι των εκπαιδεύσεων. «Πρέπει να είναι μεγαλύτερης διάρκειας οι εκπαιδεύσεις. Οι υποψήφιοι ανάδοχοι μπορεί να είναι άνθρωποι που έχουν άλλες προσδοκίες ή δεν τους έχουν ενημερώσει κατάλληλα ή δεν εκτίμησαν την σοβαρότητα της ανατροφής ενός παιδιού, που έχει τραυματικά βιώματα. Και όταν ξεκινάει η διαδικασία μένουν χωρίς υποστήριξη. Δημιουργήθηκε ένα πρόγραμμα χωρίς να έχουν επαρκές προσωπικό και καλά εκπαιδευμένο προσωπικό. Για παράδειγμα, μου είχε πει μια κυρία ότι εκεί που ήταν το παιδί ξαφνικά κραύγαζε και έκλαιγε και δεν ήξερε τι να κάνει και δεν είχε που να απευθυνθεί, ποιος να τη βοηθήσει. Αν δεν έχεις και εμπειρία από παιδιά, θα τρομάξεις», είχε σημειώσει παλαιότερα στο ΕΛΙΖΑ, η κυρία Γεώργαρου.
«Πρέπει να δουλευτεί πολύ περισσότερο το κομμάτι των δυσκολιών που έχει ένα παιδί όταν μπαίνει σε αναδοχή. Παρατηρούμε σήμερα τα παιδιά να πηγαίνουν σε ανάδοχες οικογένειες και να επιστρέφονται σε δύο, τρεις, τέσσερις μήνες. Ακούμε από γονείς ότι λένε ότι δεν τους ενημέρωσαν ότι το παιδί είχε τόσα πολλά προβλήματα και δεν μπορούν να τα διαχειριστούν. Υπάρχουν παιδιά κακοποιημένα τόσο άσχημα που στο διάστημα από την απομάκρυνση από την οικογένεια μέχρι και την αναδοχή δεν έχουν δουλευτεί σχεδόν καθόλου», καταλήγει.
Tο ιδανικό σύστημα αναδοχής
«Όπως είναι στα υπόλοιπα κράτη», σημειώνει η κυρία Γεώργαρου: «Εκεί την αναδοχή των παιδιών την κάνουν οι κοινοτικές υπηρεσίες και οι αναδοχές γίνονται μέσω δήμων, μέσω οργανώσεων που είναι στην κοινότητα. Όλοι αυτοί συνεργάζονται και αποφασίζουν ανάλογα με το παιδί που έχουν ποια είναι η κατάλληλη ανάδοχη οικογένεια. Στην αναδοχή που δεν είναι μια σχέση μόνιμη θα έπρεπε να γίνονται με την συμβολή των κοινοτικών υπηρεσιών και να μην διαλέγονται στην τύχη ανάδοχοι γονείς, αλλά να επιλέγονται με βάση τις ικανότητές τους, τις δεξιότητές τους, τον τόπο κατοικίας τους, το προφίλ τους για το συγκεκριμένο παιδί. Το σωστό είναι να ξέρω το παιδί, τι ανάγκες έχει και να επιλέγω την οικογένεια και να μην γίνεται αυτό στην τύχη».
Η συνέχεια για να γεννήσει την ελπίδα, πρέπει να είναι πολύ διαφορετική. «Τα πράγματα είναι πολύ προβληματικά και πρέπει να αρχίσουμε να το συζητάμε γιατί έχουμε μείνει στις παλιές μας διεκδικήσεις. Έχουμε πείσει επιτέλους όλους ότι αυτή είναι η λύση, αλλά πρέπει να σκεφτούμε πως αυτό που διεκδικήσαμε, δηλαδή η υλοποίηση της αναδοχής, θα είναι σωστή, θα είναι κατάλληλη και δεν θα αποβεί σε βάρος του παιδιού».