Είμαστε μεγάλα παιδιά πια, πηγαίνουμε στη δουλειά, έχουμε το δικό μας σπίτι, φροντίζουμε τον εαυτό μας ολομόναχοι - ή έτσι νομίζουμε. Νομίζουμε, γιατί νιώθουμε να χανόμαστε, η καθημερινότητα μας δυσκολεύει και, πάντα, ένας άνθρωπος είναι εκεί όχι απαραίτητα για να μας βοηθήσει, αλλά απλώς για να μας ακούσει: Η μαμά. Στην εφηβεία δεν τη θέλαμε και τόσο - δεν ήταν cool σαν εμάς και τρέμαμε στη σκέψη πως θα μας δουν να πηγαίνουμε μαζί της οπουδήποτε - άσχετο που τώρα, ιδανικά θα μας συνόδευε σε κάθε ραντεβού στον γιατρό. Κι όταν ήμασταν μικροί, ήταν τα πάντα μας. Μας ετοίμαζε για το σχολείο, μας φρόντιζε, είχε (έχει κα θα έχει) μία μεγάλη αγκαλιά με χώρο για όλα και την εκμεταλλευόμασταν, ακόμη και τις φορές που μας έκανε έξαλλους, επειδή δεν ετοίμαζε πάντα το αγαπημένο μας φαγητό.
Ίσως έχουμε σκεφτεί πόσα σημαίνει για εμάς, ίσως της τα είπαμε κάποια στιγμή, ίσως δε βρήκαμε τα σωστά λόγια και το αφήσαμε για άλλη φορά.