- Δεν βγαίνουμε για Βερολίνο.
- Ωραία, και τι κάνουμε;
- Πάμε στο χωριό, στην Μπολόνια.
- Με απευθείας πτήση πάλι δεν βγαίνουμε, ωστόσο έχω μία ΤΕΛΕΙΑ ιδέα: Μιλάνο με 37 ευρώ, από εκεί Flixbus με 4.99, απογευματάκι χαλαρά θα είμαστε στον Γιάννη και θα πίνουμε άπερολς.
- Κλείσε εισιτήρια, κλείνω σπίτι.
Αυτός ο διάλογος έγινε σε έναν καναπέ στο Παγκράτι, ένα μεσημέρι μίας Κυριακής. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι με πολύ χανγκόβερ, τετραπλό καφέ και οριακά μηδαμινό budget, σχεδίαζαν να πάνε με backpacks στο αγαπημένο τους μέρος στη γη, την Μπολόνια, για δυόμισι μέρες. Αυθόρμητο, ρομαντικό, θα μπορούσε να είναι η πρώτη σκηνή από ταινία που ένας από τους δύο πεθαίνει στο τέλος και εσύ να ακούς αυτήν την παράγραφο από τη βαθιά ερωτική φωνή του αφηγητή του τρέιλερ.
Είμαι το κορίτσι, και, επειδή αυτή είναι η ζωή μου, φυσικά και τίποτα δεν πήγε σύμφωνα με το πρόγραμμα.
Θα ξεκαθαρίσω κάτι πολύ βασικό από την αρχή: Υπήρχε σχέδιο και ήταν απλό. Δύο μέρες με αλκοόλ και φαγητό –ούτε τουρισμός ούτε τίποτα, τα είχαμε δει, τα είχαμε μάθει καλά, φτάνει.
Ξεκινήσαμε στην ώρα μας από το σπίτι, σίγουροι πως θα προλαβαίναμε να πιούμε και καφέ στο αεροδρόμιο παρά τη «φτώχεια» μας. Φυσικά και δεν πέρασε το μετρό την ώρα που διαβάσαμε στο σάιτ, φυσικά και πήγαμε να πάρουμε προαστιακό, φυσικά και –έχοντας επιλέξει τη φθηνότερη πτήση του αιώνα- το gate μας βρισκόταν στο πιο απομακρυσμένο σημείο του αεροδρομίου και φτάσαμε με την ψυχή στο στόμα, ακριβώς ένα λεπτό πριν κλείσει. Φτάσαμε στο Μιλάνο νωρίς το μεσημέρι, καταπεινασμένοι. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και με ένα στόμα, μια φωνή είπαμε: «Θα φάμε ιταλικά Mc Donald’s χωρίς γλουτένη και θα πιούμε γιγάντια κόκα κόλα». Ανατριχιαστικό.
Σ’ εκείνο το διάλειμμα ήταν που αποφασίσαμε ότι εννοείται πως δεν θα παίρναμε Flixbus με 4.99 –τι ήμασταν, τίποτα άφραγκοι; Ναι, αυτό ήμασταν αλλά δεν έχει καμία σημασία. Πήραμε τρένο, το οποίο κόστισε πενήντα δύο (52) ευρώ στον καθένα, για να ταξιδέψουμε για μία ώρα μονάχα. Ήταν καλό deal. Και πήραμε το τρένο, και φτάσαμε στην Μπολόνια, και είχαμε απεριόριστη όρεξη για δύο ημέρες κραιπάλης.
Κάτι που πρέπει να ξέρεις για αυτήν την πόλη, είναι πως έχει κάθε λογής μαγαζί για κοιλιοκακικά άτομα. Η ενημέρωση είναι τεράστια, υπάρχουν αποκλειστικά gluten free εστιατόρια, θα βρεις μπύρες χωρίς γλουτένη στο σούπερ μάρκετ με κάτι παραπάνω από 1 ευρώ -είναι ένα μέρος βγαλμένο από όνειρο.
Γνωρίζαμε καλά την Μπολόνια-ήταν όντως επιστροφή στο χωριό. Συμφωνήσαμε σιωπηλά ότι όχι απλώς ήμασταν ντόπιοι, αλλά μισούσαμε και τους τουρίστες. Φτάσαμε στο σπίτι και, πάνω που πήραμε βαθιά ανάσα ανακούφισης, μετανιώσαμε. Μύριζε υγρασία, κλεισούρα και σιφόνι νιπτήρα. «Δεν πειράζει», είπαμε. Πετάξαμε στο πάτωμα τα γεμάτα ως πάνω σακίδιά μας, πήγαμε σε ένα σούπερ μάρκετ που θα μπορούσες να αποκαλέσεις και gluten free παράδεισο, πήραμε προμήθειες και γυρίσαμε για λίγο – ή έτσι πίστευα. Έκανα μπάνιο, ξάπλωσα «για ένα λεπτάκι» και, δυόμισι ώρες μετά, ξύπνησα πιο κουρασμένη. Δεν θα αφήναμε την κούραση να μας νικήσει, ωστόσο. Σηκωθήκαμε και πήγαμε στο Casa Altabella, το πιο κιτς ιταλικό μέρος που θα δεις στη ζωή σου, αλλά θα φας τέλειες μακαρονάδες, τέλειες πίτσες και κάτι τέλεια ψωμάκια.
Χορτάτοι και χαρούμενοι αλλά πάρα πολύ κουρασμένοι, είπαμε ότι δεν γίνεται να μην πιούμε ένα ποτό στον φίλο μας τον Γιάννη. Πήγαμε στον Γιάννη, το ένα ποτό έγινε τέσσερα, η μία ώρα που θα μέναμε έξω, έγινε πέντε και ο Γιάννης δεν λεγόταν ποτέ Γιάννης και το έμαθα με τον σκληρό τρόπο. Η αλήθεια είναι πως ο Γιάννης δεν υπήρξε ποτέ φίλος μας, ήταν μόνο το όνομα ενός μπαρ με πάμφθηνα και τέλεια τζιν τόνικ, στο οποίο πηγαίναμε συχνά. Ο Γιάννης είναι Ασιάτης, το επίθετό του είναι Jianis και εγώ, μόνη είχα αποφασίσει όχι απλώς ότι είναι Έλληνας, αλλά ότι άνοιξε το μαγαζί του χρόνια πριν και έχει πεθάνει πια. Επιστρέψαμε κατάκοποι και κάπως απογοητευμένοι που μάθαμε την πραγματική ιστορία του, κάναμε κανονικό debate «Ρώμη ή Παρίσι», ειπώθηκε η φράση «άιντε στον διάολο, Γκαουντί» (ο γνωστός, ο αρχιτέκτονας) και δεν θυμάμαι τίποτα άλλο από εκείνο το βράδυ, ίσως επειδή κοιμήθηκα, ίσως επειδή ο Γκαουντί το άκουσε από εκεί ψηλά και δεν του άρεσε, οπότε μου προκάλεσε μερική απώλεια μνήμης.
Την επόμενη μέρα, κι ενώ περπατήσαμε λιγάκι, πήγαμε στην Trattoria Vecchio Mercato, η οποία έχει ό,τι gluten free μπορείς να φανταστείς. Από ντάμπλινγκς και μακαρονάδες, μέχρι λαχανικά, σνίτσελ κοτόπουλου και γλυκάκια. Φυσικά και προτιμήσαμε την παραδοσιακή ιταλική κουζίνα και πήραμε το σνίτσελ. Στη συνέχεια, είπαμε να κάνουμε μία στάση στο Barnaut, ένα μπαρ που θυμίζει παλιά Εξάρχεια και γνωρίσαμε τον Γουλιέλμο. Εκείνος μας μίλησε πρώτος, επειδή άκουσε ελληνικά και μέσα του ξύπνησε ένα καλά θαμμένο τραύμα. Ξεκινήσαμε να συζητάμε για την πολιτική σκηνή της Μπολόνιας σε ιταλοαγγλικά και, χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι, η κουβέντα έφτασε στην πληγωμένη του ψυχή και τη σχέση του με την Ελλάδα. Ο Γουλιέλμος αξίζει ξεχωριστή μνεία και θα του αφιερώσω την παρακάτω παράγραφο.
Ο Γουλιέλμος είναι πάνω από 40, κάτω από 45. Είναι από τη Νάπολη που, όμως, δεν του αρέσει γιατί θυμίζει χωριό στη νοοτροπία και τώρα γίνεται τουριστικός προορισμός, οπότε ζει στην Μπολόνια εδώ και δύο δεκαετίες, περίπου. Εκεί ήταν που γνώρισε και τη γυναίκα που του άλλαξε τη ζωή -μία διερμηνέα, μισή Ιταλίδα μισή Ελληνίδα. «Χωρίσαμε πριν από 8 χρόνια αλλά ακόμη πονάει», είπε και έπιασε την καρδούλα του. Ήταν αρραβωνιασμένοι για 7 χρόνια και χώρισαν, επειδή ο πατέρας της δεν τον ήθελε. «Ήταν ένας μεγαλογιατρός από μία περιοχή εκεί στην Αθήνα κοντά στη γέφυρα Καλατράβα. Δεν θυμάμαι πώς τη λένε, αρχίζει από Κ» - το Χαλάνδρι εννοούσε. Ο Γουλιέλμος, επίσης, στον ελεύθερο χρόνο του ακούει παραδοσιακά κρητικά τραγούδια -έχει και ολόκληρη playlist στο YouTube για να παίζουν ενώ κάνει μπάνιο. Επίσης, δηλώνει αρνητής του Spotify. Μας γνώρισε συντρόφους του, μας κάλεσε σε ένα καραόκε πάρτι που δεν πήγαμε ποτέ, και τον αφήσαμε πίσω.
Μπολόνια, ημέρα 2,5. Πολλή βόλτα, πολλή και κακή κριτική σε τουρίστες, και μία υπόσχεση: Δεν θα κάναμε τα ίδια λάθη, δεν θα πηγαίναμε στο μαγαζί που δίνει ένα λίτρο spritz με 10 ευρώ. Περπατούσαμε και λέγαμε πόσο όμορφο μέρος είναι, πόσο πανάκριβα είναι τα μεταχειρισμένα παλτό και ότι κακώς δεν βγήκαμε νωρίτερα, να προλάβουμε ανοιχτά τα καταστήματα. Συζητούσαμε πολύ σοβαρά τι θα κάναμε σε περίπτωση που ξυπνούσαμε και δεν ήταν κανείς εκεί, με επικρατέστερο το ενδεχόμενο να ξεχειμωνιάζαμε και να παίρναμε περπατώντας τον δρόμο για το σπίτι γύρω στην άνοιξη. Και πάνω που ήμασταν απορροφημένοι στο σχέδιο εύρεσης τροφής για τις ημέρες της μπολονέζικης Αποκάλυψης, πέσαμε πάνω στο απαγορευμένο μαγαζί. Σαν έτοιμοι από καιρό, σαν θαρραλέοι, κάναμε «μία μικρή στάση», ενημερωθήκαμε για τις εξελίξεις στην Ελλάδα, μιλήσαμε για το πώς θα πρέπει να γίνει επανάσταση. Έκανα φίλες στην τουαλέτα, με τις οποίες πέρασα περίπου μισή ώρα συζητώντας για την επικείμενη συναυλία των Maneskin στο Ejekt το καλοκαίρι και για το πώς ο Νταμιάνο τελικά είναι υπερεκτιμημένος. Και, με τον φίλο μου, βούτηξα στο άπερολ από βατήρα 10 μέτρων, με τρόπο που θα άξιζε ολυμπιακό μετάλλιο.
Το ταξίδι τελείωσε με τον τρόπο που έπρεπε: Τέλειο φαγητό, τέλεια περπατήματα και ένα μεθυσμένο ταξίδι στο αεροδρόμιο, 4 η ώρα το ξημέρωμα, καθώς πετούσαμε στις 5:50. Βρήκαμε μία Ελληνίδα γύρω στα 20 που κάναμε παρέα για να νιώθει ασφαλής; Βρήκαμε. Πήγαμε να κοιμηθούμε κυριολεκτικά όρθιοι στο μετρό; Μόνο για ένα δευτερόλεπτο, γιατί βρήκαμε θέση. Είπαμε για χιλιοστή φορά «τέλος, από ‘δω και πέρα μόνο σοβαρές πτήσεις και ας κοστίζουν ένα εκατομμύριο»; Το είπαμε. Θα το κάνουμε πράξη; Σίγουρα όχι.