Μαρία Κάλλας: H διαχρονική επιρροή της απόλυτης ντίβας
Χριστίνα Κατσαντώνη
16 Σεπτεμβρίου 2024
Η ελληνίδα σοπράνο έφυγε σαν σήμερα, 16 Σεπτεμβρίου του 1977
Το αποτύπωμά της στην τέχνη και την ποπ κουλτούρα είναι ακόμα κυρίαρχο. Πάνω από έναν αιώνα μετά τη γέννησή της (2/12/1923) κι ακριβώς 47 χρόνια μετά τον θάνατό της στο Παρίσι (16/9/1977), η Μαρία Κάλλας διατηρεί τον τίτλο της “μεγαλύτερης ντίβας όλων των εποχών”, της θεϊκής πριμαντόνας (“La Divina”), που άλλαξε την ιστορία της Όπερας και που συνεχίζει να ασκεί επιρροή στη μουσική, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στη μόδα και στα media.
Η Μαρία Κάλλας στον 21ο αιώνα
Η Μαρία Κάλλας δημιούργησε ένα μύθο διαχρονικό, που εξακολουθεί να λάμπει, να σαγηνεύει και να εμπνέει. Η φωνή και η μορφή της ενέπνευσαν διάσημες σκηνές του σινεμά (όπως ο Τομ Χανκς, που μεταφράζει την άρια “La Mamma Morta” στο “Φιλαδέλφεια”) και διαφημιστικά (όπως αυτά για τα αρώματα του Γκοτιέ, που συνοδεύονταν από τη φωνή της Κάλλας στο “Casta diva”). Στον 21ο αιώνα, η Κάλλας έγινε ολόγραμμα σε περιοδεία και μεταφέρθηκε στην οθόνη από ηθοποιούς όπως η Φανί Αρντάν (στο “Callas Forever” του Τζεφιρέλι) και η Αντζελίνα Τζολί, που “μεταμορφώνεται” σε Κάλλας στην αναμενόμενη ταινία “Maria”.
Επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει την τέχνη με πολυάριθμους τρόπους, όπως για παράδειγμα το Οπερατικό πρότζεκτ της Μαρίνα Αμπράμβιτς με τίτλο “7 θάνατοι της Μαρίας Κάλλας”. Η ίδια, η σπουδαία εικαστικός – performer είχε δηλώσει σε συνέντευξη της το 2020 ότι από την πρώτη φορά, που άκουσε τυχαία τη φωνή της Κάλλας στο ραδιόφωνο “αισθάνθηκα σαν να διαπερνάει όλο μου το κορμί ηλεκτρικό ρεύμα. Υπήρχε μια απίστευτη ένταση στο συναίσθημα που σου μετέφερε, μια αίσθηση ότι μπορούσε ταυτόχρονα να είναι εύθραυστη και δυνατή”. Αυτή ακριβώς, η αίσθηση δεν έχει ξεθωριάσει. Η Κάλλας ένωσε όλο τον κόσμο στην ακαταμάχητη γοητεία των κόσμων που συγκρούονταν μέσα της.
Ως σοπράνο, κατάφερε να ενώσει την υψηλή κι απρόσιτη ελίτ της τέχνης με το πλατύ κοινό και την ποπ κουλτούρα, χωρίς να κάνει συμβιβασμούς ή παραχωρήσεις στο ρεπερτόριο της.
Οι εμφανίσεις της προκάλεσαν σάλο στις κορυφαίες αίθουσες ανά τον κόσμο (στη Σκάλα του Μιλάνου, στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης), συνεργάστηκε με ανθρώπους όπως ο Λουκίνο Βισκόντι, ο Φράνκο Τζεφιρέλι, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, αλλά και ο Πιερ Πάολο Παζολίνι και κατέκτησε το κοινό της τηλεόρασης με θρυλικές εμφανίσεις σε εκπομπές όπως το “Ed Sullivan Show” (το 1956, όπου τραγούδησε την άρια της Τόσκα, “Vissi d'arte”).
Σε λιγότερα από 30 χρόνια εμφανίσεων στη σκηνή, υποδύθηκε 47 ρόλους, φέρνοντας την επανάσταση στον χώρο της Όπερας με ερμηνείες που εξακολουθούν να αποτελούν σημείο αναφοράς όπως στην “Τόσκα” του Πουτσίνι και στη “Νόρμα” του Μπελίνι -που της άρεσε να πιστεύει ότι γράφτηκε γι’ αυτήν, παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε σχεδόν έναν αιώνα μετά τον θάνατό του.
Για την επιρροή της στην Όπερα, ο Φράνκο Τζεφιρέλι είχε σχολιάσει: “Υπάρχει η Όπερα π.Κ και μ.Κ. -πριν και μετά την Κάλλας”. Την Κάλλας, που δεν μπορούσε να αρκεστεί στην απλή ερμηνεία των ρόλων, αλλά μετέτρεψε την Όπερα σε κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που γίνεται στη σκηνή: σε τρόπο ζωής.
Η Κάλλας δεν έβλεπε τον εαυτό της μόνο ως τραγουδίστρια, αλλά ως μια ερμηνεύτρια που τραγουδάει. Η παρουσία της έσωσε την όπερα από μια ενδεχόμενη σταδιακή κατάληξη στην αδιαφορία, στην ελίτ των πολύ λίγων. Η Κάλλας δεν ήταν μόνο η σοπράνο με τη θεϊκή φωνή, αλλά η ντίβα που έκανε δικό της κάθε ρόλο. Νοιαζόταν για κάθε μικρή λεπτομέρεια της ερμηνείας της, κάθε κίνηση του σώματος, κάθε χειρονομία, κάθε αναπνοή. Κι ίσως αυτό εξηγεί σε ένα βαθμό τη διαχρονική επιρροή της. Η περιέργεια, παράλληλα, για τη γυναίκα Μαρία Κάλλας, τα πάθη και τα μυστήρια, τις γούνες και τα γάντια της, ήταν πάντα εξίσου δυνατή με το ενδιαφέρον γι’ αυτήν ως καλλιτέχνη.
Σκέπτομαι και θα πιστεύω μέχρι τον θάνατό μου σε αυτό που μόνο ο άνθρωπος μπορεί να κάνει, με τη θέληση του, την αγάπη στον εαυτό του και την υπερηφάνεια του
Τα σκάνδαλα της ζωής της στη σκηνή γέμισαν άπειρες σελίδες των μεγαλύτερων εφημερίδων παγκοσμίως: θυελλώδεις διαφωνίες με καλλιτεχνικούς διευθυντές και άλλους συνεργάτες της, ανταγωνισμοί και καβγάδες με άλλες τραγουδίστριες, με πλέον διάσημη την κόντρα με την Ρενάτα Τεμπάλντι (για την οποία είχε πει ότι η σύγκριση μαζί της είναι σαν να συγκρίνεις Κόκα Κόλα με σαμπάνια -κι όλοι καταλαβαίνουμε ποια ήταν η σαμπάνια...).
Στην εποχή της δόξας της, εφημερίδες και περιοδικά ήταν γεμάτα με λεπτομέρειες της πολυτελούς ζωής της, με ιστορίες για καπρίτσια της, κακότροπες συμπεριφορές, εξωφρενικές απαιτήσεις και εκρήξεις θυμού, που “έχτισαν” το μύθο της “ντίβας”.
Η ίδια, σε επιστολή της στο περιοδικό Life το 1959, είχε ξεκαθαρίσει: “Δηλώνω αθώα για όσα μου καταλογίζουν. Σίγουρα, είμαι δύσκολη, απαιτητική. Ένας καλλιτέχνης που προσπαθεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Όπερας πρέπει να λειτουργεί υπό εξαιρετική ένταση. Αν δεν ενδιαφερόμουν για την ποιότητα που απαιτεί, θα μπορούσα πολύ εύκολα να χτίσω τη φήμη της γλυκιάς και καλόβολης και πειθήνιας σοπράνο. Όμως τότε δεν θα ήμουν εγώ, δεν θα ήμουν η Κάλλας. Σίγουρα δεν είμαι άγγελος ούτε παριστάνω πως είμαι. Είμαι μια γυναίκα, μια σοβαρή καλλιτέχνις και θα ήθελα ως τέτοια να κριθώ”.
Η ζωή της Κάλλας εκτός σκηνής ήταν εξίσου μελοδραματική με αυτή των ρόλων της στην Όπερα. Το ενδιαφέρον των media για την ιστορία της ξεκινά από τη σχέση και τις συγκρούσεις με τη μητέρα της, συνεχίζεται στον γάμο της με τον κατά πολύ μεγαλύτερο της, πλούσιο βιομήχανο Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι και φτάνει βεβαίως μέχρι τη θρυλική, πολύχρονη και θυελλώδη ερωτική σχέση της με τον Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος παντρεύτηκε την Τζάκι Κένεντι, όσο είχε ακόμα σχέσεις με την Κάλλας. Είχαν προηγηθεί τα προβλήματα με τη φωνή της, που είχε αρχίσει να την προδίδει και την έκανε να μειώνει ριζικά τις εμφανίσεις της.
Όλα αυτά τα δράματα, σε συνδυασμό βεβαίως και με την πρότερη μεταμόρφωσή της από “ασχημόπαπο” σε fashion icon με έντονα μάτια και λαμπερά κοσμήματα, τροφοδότησαν άπειρες στήλες, πρωτοσέλιδα και βιογραφίες.
Η Κάλλας αποδέχτηκε τις συντριπτικές πιέσεις -ενδεχομένως και τη δέσμευση του πεπρωμένου- που συνεπάγεται ο ρόλος της απόλυτης ντίβας, σαν ηρωίδα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Ήξερε τι έκανε, όπως υποστηρίζει η βιογράφος της, Εύα Μπάουερ: “Οι φήμες πάντα ήθελαν την Κάλλας θύμα, άλλοτε της αυταρχικής μητέρας της, άλλοτε των αδηφάγων ρεπόρτερ κι άλλοτε ενός άπιστου εραστή. Όμως, είναι μια απολύτως στρεβλή εικόνα αυτής της ξεχωριστής γυναίκας, που δεν ήταν ποτέ θύμα, ούτε στη σκηνή, ούτε στη ζωή της”.
“Κατά κάποιο τρόπο είναι η πιο μοντέρνα από όλες τις γυναίκες” είχε σχολιάσει γι’ αυτήν ο Παζολίνι, που συνεργάστηκε μαζί της στην ταινία “Μήδεια”, το 1969 -αφού είχε εγκαταλείψει τις εμφανίσεις στην Όπερα και μετά το γάμο του Ωνάση. “Μέσα της, όμως, ζει μια γυναίκα αρχαία, παράξενη, μυστηριώδης και μαγική. Κι αυτό πυροδοτεί τρομερές συγκρούσεις…”.
Ο Παζολίνι ήταν ο καλός φίλος, που στάθηκε δίπλα της σε εκείνη τη δύσκολη εποχή. Έκαναν μαζί ταξίδια στη Γαλλία, στη Βραζιλία και στην Αφρική και πέρασαν τις διακοπές τους στην Ελλάδα, όπου η Κάλλας πάντα επέστρεφε. Στις χαρές, αλλά και στα δύσκολα. Όπως είχε δηλώσει, σε ραδιοφωνικό σταθμό, κατά την παραμονή της στην Αθήνα το 1957 “ανήκω στους Έλληνες. Μπορεί να παντρεύτηκα Ιταλό, μπορεί να έχω λάβει διακρίσεις από όλο τον κόσμο, όμως το αίμα μου είναι ελληνικό κι αυτό κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει”.
Η τελευταία πράξη της ιστορίας της παίχτηκε σαν σήμερα το 1977, στο διαμέρισμα της στο Παρίσι, όπου ζούσε μαζί με την επί χρόνια οικονόμο και τον μπάτλερ της. Δυο χρόνια νωρίτερα, ο θάνατος του Ωνάση και η δολοφονία του Παζολίνι, σε συνδυασμό με την απώλεια της φωνής της, την είχαν κλονίσει και οδηγήσει σε μια ζωή μακριά από σκηνές και φώτα.
Εκείνη τη μέρα, κατευθυνόταν στο μπάνιο, όταν έπεσε στο πάτωμα βγάζοντας μια κραυγή. Η οικονόμος της έτρεξε, αλλά δεν πρόλαβε να τη βοηθήσει. Η Μαρία Κάλλας είχε φύγει. Αιτία θανάτου; Η καρδιακή προσβολή.
Πολλές οι θεωρίες που διατυπώθηκαν γύρω από αυτόν (όπως ότι έπαιρνε βαρβιτουρικά κι άλλες ουσίες, ακόμα κι ότι αυτοκτόνησε). Το 2010, έρευνα υποστήριξε ότι έπασχε χρόνια από δερματομυοσίτιδα, μια εκφυλιστική νόσο που φθείρει τους μυς, στην οποία οφειλόταν και η απώλεια της φωνής της. Βάσει αυτής, η καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να αποδοθεί στην πολύχρονη θεραπεία, που ακολουθούσε.
Η είδηση του θανάτου της προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση και πλήθος διάσημων στον καθεδρικό Ναό του Αγίου Στεφάνου στο Παρίσι -όπως η πριγκίπισσα Γκρέις του Μονακό, με την κόρη της, Καρολίνα. Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί έξω από τον Ναό, φωνάζοντας “μπράβο Μαρία”. Το ελάχιστο ευχαριστώ στη γυναίκα, που έγινε Θεά, παρά ή ίσως λόγω των δραμάτων, που έζησε.
Ανάμεσα στα υλικά που άφησε πίσω της -μιας περιουσίας που μοιράστηκε ανάμεσα στον Μενεγκίνι και στην οικογένεια της- ήταν και 250 κασμιρένια πουλόβερ, 40 γούνες μινκ, δεκάδες τσάντες και αμέτρητα βελούδινα γάντια, κάποια από τα οποία ήταν ακόμα αφόρετα. Η ουσιαστική κληρονομιά της δεν περιορίζεται στην ύλη.
Σε ένα από τα γράμματα της στον Παζολίνι, τον Ιούλιο του 1971, τον παρηγορούσε για τον χωρισμό του με τον σύντροφο του, καταλήγοντας: “Σκέπτομαι και θα πιστεύω μέχρι τον θάνατό μου σε αυτό που μόνο ο άνθρωπος μπορεί να κάνει, με τη θέληση του, την αγάπη στον εαυτό του και την υπερηφάνεια του”.
Η Μαρία Κάλλας το πίστεψε μέχρι τον θάνατο της κι έδειξε σε όλο τον κόσμο τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, μια γυναίκα με θέληση, αγάπη και υπερηφάνεια.