Ασθενείς που νόσησαν ακόμα και ελαφρά με κορωνοϊό αναφέρουν ότι έχασαν την αίσθηση της όσφρησης -και της γεύσης- ξαφνικά. Δεν ξέρουμε με ακρίβεια πόσοι είναι και περίπου το 80% μύριζε και πάλι κανονικά σε λιγότερο από ένα μήνα, αλλά για άλλους το συγκεκριμένο σύμπτωμα μπορεί να επιμείνει για πολύ παραπάνω. Όταν η όσφρηση ξεκινάει να επανέρχεται, υπάρχει επίσης πιθανότητα παροσμίας, δηλαδή τα πάντα να μυρίζουν για λίγο καιρό περίεργα, έως και σάπια. Η ανοσμία ή η παροσμία μετά τον COVID δεν είναι ανησυχητικά συμπτώματα, αλλά είναι από τα πιο άβολα για όσους τη βιώνουν- όταν το αγαπημένο σου φαγητό συνεχίζει να έχει γεύση χαρτονιού για μήνες αφότου νοσήσεις, είναι λογικό αυτό να επηρεάσει αρνητικά και την ψυχολογία σου.
Προσπαθώντας να βοηθήσουν το οσφρητικό σύστημα των ασθενών τους να επανέλθει, γιατροί στις ΗΠΑ έχουν ξεκινήσει να προτείνουν σε όσους συνεχίζουν να υποφέρουν από ανοσμία να δοκιμάσουν να εκπαιδεύσουν την όσφρησή τους. Η συγκεκριμένη θεραπεία έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν σε περιπτώσεις ανοσμίας μετά από τη γρίπη ή μετά από τραύματα που επηρεάζουν την εγκεφαλική λειτουργία. Παρόλο που οι επιστήμονες έχουν παρατηρήσει βελτίωση στους περισσότερους ασθενείς μετά από 3-6 μήνες, δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτό οφείλεται στη θεραπεία ή απλώς στη φυσική αποκατάσταση της όσφρησης. Επειδή όμως η διαδικασία είναι ασφαλής, οι γιατροί συνεχίζουν να τη συνιστούν.
Η εκπαίδευση της όσφρησης είναι σχετικά απλή: σύμφωνα με τον ωτορινολαρυγγολόγο στην ιατρική σχολή της Δρέσδης Thomas Hummel, τον εμπνευστή της θεραπείας, το οσφρητικό σύστημα ανανεώνεται καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου. Πειράματα είχαν ήδη δείξει ότι μετά από συχνή έκθεση σε μυρωδιές που είχαν «ξεχάσει», ασθενείς με ανοσμία μπορούσαν να αρχίσουν και πάλι να τις αναγνωρίζουν, οπότε ο Hummel αποφάσισε να δοκιμάσει αν η ίδια προσέγγιση θα βοηθούσε τους ασθενείς του. Διάλεξε 40 συμμετέχοντες με ανοσμία και του ζήτησε να μυρίσουν 4 διαφορετικές οσμές -τριαντάφυλλο, λεμόνι, ευκάλυπτο και γαρύφαλλο- για 10 δευτερόλεπτα, 2 φορές την ημέρα για 12 εβδομάδες. Για να προσδιορίσει αν το πείραμα ήταν πετυχημένο, ο Hummel και οι συνεργάτες του ζήτησαν από τους ασθενείς να αναγνωρίσουν επιπλέον μυρωδιές πριν και μετά τη θεραπεία. Περίπου το 30% των συμμετεχόντων δήλωσαν πως είδαν βελτίωση. Το αντίστοιχο ποσοστό των ασθενών που είδαν βελτίωση χωρίς εκπαίδευση της όσφρησης ήταν μόλις 6%.
Έκτοτε έχουν πραγματοποιηθεί κι άλλες μελέτες, με διαφορετική διάρκεια, με τη χρήση διαφορετικών οσμών και με διαφορετικά ποσοστά επιτυχίας. Ο Hummel συνειδητοποίησε ότι η ηλικία του ασθενούς αλλά και το πόσο έχει ήδη διαρκέσει η ανοσμία μπορούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα. Αυτό είναι αρκετά θετικό για τους ασθενείς με COVID, διότι ακόμα και στις δύσκολες περιπτώσεις η ανοσμία δεν κρατάει παραπάνω από 6 μήνες. Σύμφωνα με τον Hummel, η έκθεση σε οσμές μπορεί να επιταχύνει την ανανέωση των κυττάρων που ανιχνεύουν οσμές, επιταχύνοντας παράλληλα και την αποκατάσταση των ασθενών.
Στην περίπτωση της ανοσμίας λόγω COVID, αν και περιορισμένα, τα αποτελέσματα των μελετών είναι θετικά. Οι ασθενείς έχουν επίσης την επιλογή της πλύσης της μύτης τους με στεροϊδή, ώστε να περιοριστούν οι φλεγμονές και τα κύτταρα να επανέλθουν πιο σύντομα. Κάποιοι ειδικοί συνδυάζουν τις δύο μεθόδους, άλλοι προτείνουν επίσης συμπληρώματα Ω3, βιταμίνη Α και μετάγγιση αιμοπεταλίων. Από όλες τις επιλογές, η εκπαίδευση της όσφρησης παραμένει όμως η πιο δημοφιλής γιατί είναι εύκολα διαθέσιμη, οικονομική και ασφαλής.
Ακολουθήστε το jenny.gr στο google news και μάθετε τα πάντα γύρω από τη διατροφή, τη γυμναστική, το σεξ και την ψυχική υγεία.