
Έμεινα λίγο, σαν δείκτης ρολογιού που καθυστερεί –κι έπειτα, χάλασα: κι αυτό, για λίγο –χάλασα σαν ρολόι, έχασα το χρόνο. Ξεχνούσα το παρόν, θυμόμουν μόνο το παρελθόν: κι απ’ το παρελθόν θυμόμουν ό,τι είχαν ξεχάσει οι άλλοι. Είπα ψέματα, θα μου λείψεις, κι έφυγα: στο παζάρι, στην Τυφλίδα, κι έπειτα στο παλιό μονοπάτι του Νάτσεζ, κοντά στο Νάσβιλ, έκλαψα δυο φορές – πολύ πικρά. Τόσα γεγονότα, τόσες πράξεις, τόσες δειλίες, τόσες αγάπες, τόσες μάχες χαμένες, τόσοι νεκροί, τόσοι εγκαταλειμμένοι, τόσοι τραυματίες, κι είμαι στην άκρη του κόσμου, και δεν έχω μάθει τίποτα. Θυμάμαι, αλλά ποτέ δεν μαθαίνω: όπως έλεγε ο Δημήτρης, γράφουμε την ιστορία των λαθών μας, κι εγώ, για να εξορκίσω το Κακό, έκανα ακροβατικά – κι έλεγα τραγουδιστά, Αν Δεν Αρχίσεις να Πίνεις, θα Φύγω.
Απόσπασμα από το βιβλίο "Άλφαμπετ Σίτυ" της Σώτης Τριανταφύλλου.