Εάν νιώσαμε όλοι, κάτι κοινό στο άκουσμα της λέξης πανδημία, αυτό ήταν ο πανικός. Ο «αόρατος εχθρός» Covid-19 έφερε μεγάλες αλλαγές στη ζωή μας και κυρίως στον τρόπο που μιλάμε μεταξύ μας.
Αυτό άλλωστε κάνουν πάντα οι άνθρωποι μπροστά σε μία κρίση. Δανείζονται και εφευρίσκουν λέξεις για να περιγράψουν αυτό που συμβαίνει γύρω τους. Αυτό κάναμε και στην περίπτωση της πανδημίας.
Η γλωσσολόγος, Elena Semino, είχε πει μια σημαντική αλήθεια τον περασμένο μήνα. «Λέξεις και όροι που θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται μόνο από επιτροπές ειδικών, μπήκαν στο λεξιλόγιο όλων». Πράγματι, εάν το σκεφτείτε, χρειάστηκε να αφομοιώσουμε ένα σωρό όρους γύρω από την ανοσολογία και την ιατρική. Όρους που εξακολουθούμε να μην κατανοούμε μέχρι σήμερα. Η μετάβαση σε μια κατά γενική ομολογία, ακατανόητη» ορολογία έφερε παρανοήσεις και σύγχυση και θα μπορούσε να συγκριθεί με τη μεταδοτικότητα του ιού. Έγινε πολύ δύσκολα ελεγχόμενη από τη στιγμή της εξάπλωσης.
Ένα σημαντικό μέρος της φρασεολογίας μας αυτή την περίοδο έχει παρερμηνευτεί και χαθεί στη μετάφραση! Εάν δεν έχετε εντοπίσει ακόμη τις λέξεις που μας προκάλεσαν τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο τα τελευταία περίπου δύο χρόνια, ήρθε η στιγμή να τις ανακαλύψετε.
Ας ξεκινήσουμε από τον όρο του «ασυμπτωματικού», τον οποίο χρησιμοποιούν οι επιστήμονες για να δώσουν έμφαση στο γεγονός ότι ένα άτομο έχει μολυνθεί αλλά δεν αισθάνεται άρρωστο. Μοιάζει αρκετά απλή η εξήγηση, έχει όμως στο τέλος του ορισμού μια υποσημείωση με μικρά γράμματα που δεν προσέξαμε ποτέ.
Πολλά άτομα που νοσούν με κορωνοϊό, δεν εμφανίζουν στην αρχή κανένα σύμπτωμα αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα παραμείνουν σίγουρα στην ίδια κατάσταση μέχρι το τέλος της καραντίνας τους. Μέχρι να φύγει ο ιός από επάνω τους, είναι απίθανο να πούμε με σιγουριά εάν τα άτομα αυτά είναι ασυμπτωματικά ή προσυμπτωματικά.
Tα όρια ανάμεσα στα «καθόλου συμπτώματα» και τα «συμπτώματα» είναι θολά και στην περίπτωση του κορωνοϊού είναι εντελώς υποκειμενικά και διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Αυτό σημαίνει ότι ένας έντονος πονοκέφαλος που επιμένει δύο ημέρες μετά την πρωτοδιάγνωση, θα μπορούσε να είναι σύμπτωμα Covid ή πολύ απλά επακόλουθο ενός hangover.
Σε πολλές περιπτώσεις ασθενών που δεν εμφανίζουν συμπτώματα, η ανίχνευση του ιού στον οργανισμό τους γίνεται μόνο από τεστ. Αυτό που μάλλον δεν ξέρουμε καλά όμως, είναι πως ο ιός SARS-CoV-2 είναι αυτός που στην πραγματικότητα μολύνει τον οργανισμό μας και όχι, ο/η Covid- 19, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Αυτό ανιχνεύει και το τεστ, όχι τον Covid. Επομένως, αυτομάτως καταρρίπτεται ο μύθος που μας θέλει να επιμένουμε ότι κάναμε «Covid test» ή ότι «είμαστε ασυμπτωματικοί στον Covid».
Aς προχωρήσουμε όμως στην επόμενη μέρα μετά τη διάγνωση! Πείτε και χτυπήστε ξύλο, ότι βρίσκεστε θετικοί και χάνετε την αίσθηση της όσφρησής σας με τη μύτη σας να τρέχει λίγο. Έχετε ξεκάθαρα κάποια συμπτώματα του ιού. Ίσως, το άτομο, με το οποίο ήρθατε σε συναναστροφή και σας κόλλησε, να έχει κάποια παραπάνω συμπτώματα εκτός από αυτά που παρουσιάζετε εσείς αλλά αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι πως και οι δυο σας έχετε ήπια συμπτώματα. Πρόκειται για έναν «ευφημιστικό» όρο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει όλες τις περιπτώσεις που είναι λιγότερο επικίνδυνες για την εισαγωγή του ασθενή στο νοσοκομείο, (στην τελευταία περίπτωση η κατάσταση κρίνεται «σοβαρή») .
Η λέξη «ήπιος» μπορεί να χρησιμοποιείται για να καταλάβουμε τη διαφορά από τα «βαριά» συμπτώματα αλλά πολλοί ειδικοί απεχθάνονται τη χρήση του συγκεκριμένου επιθέτου γιατί μπορεί να παραλείπει μερικές μακροχρόνιες παρενέργειες που καταβάλλουν τον οργανισμό από τη μόλυνση SARS-CoV-2 και συγκαταλέγονται στη λίστα του γνωστού "long Covid".
Τώρα πάμε στη λέξη «καραντίνα» που ξεκινά, όπως όλοι πιστεύουμε, από τις πρώτες ημέρες εκδήλωσης των συμπτωμάτων. Σωστά; Μάλλον, όχι καθώς δεν είμαστε καλά ενημερωμένοι παρόλο που ζούμε δύο χρόνια με πανδημία. Η καραντίνα περιγράφει το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι έχουν μολυνθεί με τον ιό, απομονώνονται από τον περίγυρό τους. H καραντίνα είναι ουσιαστικά ένα καλό μέτρο ασφαλείας σε περίπτωση μόλυνσης. Όταν ξέρουμε ότι έχουμε μολυνθεί, τότε δεν έχουμε άλλη λύση παρά την πλήρη αποκοπή από τις επαφές μας.
«Πλήρως εμβολιασμένοι». Ο επόμενος όρος σε σύγχυση στα χρόνια της πανδημίας. Αλλά, ας ξεκαθαρίσουμε ότι το να έχουμε εμβολιαστεί με δύο δόσεις δεν σημαίνει ότι έχουμε αποκτήσει πλήρη ανοσία και δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε για ενδεχόμενη μόλυνσή μας. Αυτό συμβαίνει δύο εβδομάδες μετά τον πλήρη εμβολιασμό μας αλλά το εάν θα νοσήσουμε, εξαρτάται αποκλειστικά από τον οργανισμό μας και τα αντισώματα που έχει αναπτύξει. Η τρίτη δόση ίσως καταφέρει να ξεκαθαρίσει λίγο περισσότερο το τοπίο γύρω από την ολική ανοσία.
Τέλος, η «φυσική ανοσία» είναι ένας ακόμη όρος με πολλές παρανοήσεις αλλά είναι σημαντικό να θυμάστε πως, σε περίπτωση που έχετε νοσήσει και δεν ξέρετε εάν πρέπει να εμβολιαστείτε, οι ερευνητές τονίζουν πως τα επίπεδα αντισωμάτων που επιτυγχάνονται με τον εμβολιασμό είναι συνήθως υψηλότερα από αυτά που παράγονται μετά από τη φυσική λοίμωξη
Ελπίζουμε να μην μπερδευτήκατε περισσότερο με την «γλωσσολογική επιδρομή» που έφερε μαζί της η πανδημία αλλά να ξεδιαλύνατε όρους που εδώ και καιρό ακούτε να χρησιμοποιούνται με λανθασμένο τρόπο.
Δείτε ακόμη: Πώς o κορωνοϊός άλλαξε τη ζωή μας; Η νέα κανονικότητα μέσα από χιουμοριστικά σκίτσα