Υπάρχει ένα άγραφο και απαράβατο τρίπτυχο για τους φωτογράφους συναυλιών:
- Αν φτάσεις νωρίς, είσαι στην ώρα σου
- Αν είσαι στην ώρα σου, έχεις αργήσει
- Αν έχεις αργήσει, you're fired
Για τη συναυλία του Nils Frahm έφτασα στο Ηρώδειο 65 λεπτά νωρίτερα. Όχι τόσο λόγω κομφορμισμού στους παραπάνω κανόνες, όσο διότι αδημονούσα να δω επιτέλους τον Frahm στη σκηνη.
Το όνομα του πρωτοπόρου, Berlin-based μουσικοσυνθέτη έχει αμέτρητα συνώνυμα. Διάνοια, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν το πιο χαρακτηριστικό.
H ακόρεστη περιέργειά του για τη μουσική ξεκίνησε ήδη από τα παιδικά του χρόνια στο Αμβούργο. Πέραν της εκπαίδευσής του στους κλασικούς και σύγχρονους συνθέτες, το ενδιαφέρον του στράφηκε γρήγορα προς τις αναλογικές κονσόλες και τον ηχητικό πειραματισμό. Σπούδασε κλασικό πιάνο για 8 χρόνια υπό τον Nahum Brodsky (τον προστατευόμενο του προστατευόμενου του Τσαϊκόφσκι) ο οποίος ζούσε σε ένα γειτονικό χωριό. Αντί όμως να ακολουθήσει μια σίγουρη καριέρα σε ορχήστρα, το 2006 μετακόμισε στο Βερολίνο. Το 2009 άρχισε να μαγνητίζει βλέμματα και αυτιά με τους solo piano δίσκους του “Wintermusik” και “Τhe Bells”, αλλά ήταν η κυκλοφορία του “Felt” το 2011, υπό την αιγίδα της avant-garde δισκογραφικής Εrased Tapes, που απέσπασε τις πρώτες διθυραμβικές κριτικές. Οι έπαινοι, όπως και η συνεργασία με την Erased, καθιερώθηκαν καθ’ όλη τη δισκογραφία του.
Το έργο του ζει στην γκρίζα περιοχή ανάμεσα στην ambient, τη νεοκλασική και την πειραματική μουσική, δημιουργώντας ένα μελωδικό μωσαϊκό που κάνει τα live του μια καθηλωτική πολυαισθητηριακή εμπειρία.
Απέμενε σχεδόν μια ώρα μέχρι να βιώσω κι εγώ την παραπάνω εμπειρία, ωστόσο ακόμα κι ως χώρος αναμονής, η επιβλητική ομορφιά του Ηρωδείου είναι απαράμιλλη. Κατά τη διάρκεια του ρεπεράζ στα άνω διαζώματα πέτυχα τον Nils σκαρφαλωμένο στην πιο ψηλή καμάρα του αμφιθεάτρου να αγναντεύει την Αθήνα μιλώντας ζωηρά στο κινητό. Έκλεψα στα κρυφά ένα κλικ. Άλλωστε, ένας ακόμη κανόνας του συναυλιακού φωτογράφου είναι να είσαι αόρατος.
40 λεπτά αργότερα δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα στα ιστορικά μάρμαρα του αμφιθεάτρου. Το συνονθύλευμα από διαφορετικές γλώσσες που αντηχούσε παντού, σταμάτησε για να δώσει τη θέση του σε ένα κύμα από χειροκροτήματα με το πρώτο βήμα του Frahm στη σκηνή. Αμέσως μετά, επικράτησε μια απόλυτη, ευλαβική σιγή.
Με μια ανέμελη σιγουριά, ο συνθέτης χοροπήδησε στη σκηνή και βολεύτηκε πίσω από έναν εξοπλισμό εξίσου αντισυμβατικό με τον ίδιο. 4 αναλογικές κονσόλες Juno, ένα σπάνιο Mellotron και φυσικά το πανέμορφο υδροκρυσταλλόφωνο του Frahm που λαμπύριζε στο σκοτάδι. Με το πρώτο μόλις arpeggio του εναρκτήριου “Harmonium in the Well” άρχισε να βολεύεται και το κοινό. Έβλεπα τον κόσμο γύρω μου σιγά-σιγά να ξετυλίγεται, είτε ξαπλώνοντας προς τα πίσω, είτε στους ώμους των διπλανών τους, σαν μια μορφή μαζικού υπνωτισμού.
Οι απρόβλεπτες διακυμάνσεις του σετ του θύμιζαν υδάτινα ρεύματα και πρόσεχα κάθε βήμα μου να είναι αθόρυβο ώστε να μην τα αναταράξω. Βυθμισμένοι στον απύθμενο ήχο του, το κοινό επανερχόταν στην επιφάνεια στο τέλος κάθε κομματιού από την τραχιά φωνή του, γελώντας με τα αστεία του. Κατά τη διάρκεια του “Music for Animals” μας προσκάλεσε να “κολυμπήσουμε” μαζί του, εναρμονίζοντας τις φωνές μας σε μια χορωδία που ηχογράφησε και ενσωμάτωσε στη σύνθεσή του. Κάτι που έπειτα μας εκμυστηρεύτηκε ότι σκοπεύει να κάνει σε κάθε χώρα συλλέγοντας φωνές απ΄ όλον τον κόσμο. “H μουσική μου, στον πυρήνα της, είναι απλοΐκή γι αυτό και οι φωνές σας την ομορφαίνουν”.
Η συναυλία συνέχιζε να κυλάει, άλλοτε σε εμβυθιστικές δίνες πειραματικών loop, άλλοτε με τα δάχτυλά του να πέφτουν σαν καταρράκτες στα πλήκτρα του πιάνο σε καταιγιστικά allegro. Λίγο πριν το τέλος, ξεκίνησε το “Says” και, για πρώτη φορά, το κοινό δεν κατάφερε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του ξεσπώντας σε επιφωνήματα.
Στο κλείσιμο της αυλαίας, έπειτα από μια σειρά από βαθιές υποκλίσεις, ο Frahm εξαφανίστηκε από τη σκηνή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εμφανίστηκε: χοροπηδώντας, ανέμελα σίγουρος -αυτή τη φορά με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Πίσω του άφησε τον εξοπλισμό του, γύρω από τον οποίον μαζεύτηκε το κοινό βγάζοντάς τον φωτογραφίες, λες και αποτελούσε κομμάτι κάποιας αρχαίας, μυστηριώδους τελετής του Ηρωδείου.
Στον δρόμο της επιστροφής, άφησα τα άλμπουμ του να παίζουν στο shuffle στα ακουστικά μου. Ακούγοντας ξανά τους αυτοσχεδιασμούς του σκέφτηκα ότι οι κανόνες δεν πρέπει να πολυενδιαφέρουν τον Nils Frahm. Tότε μπήκε το αγαπημένο μου ίσως κομμάτι του, “The Whole Universe Wants To Be Touched”, και χαμογέλασα στη σκέψη ότι αυτός μπορεί να ήταν ο δικός του κανόνας. Και κρίνοντας από το πόσο έτοιμο ήταν ολόκληρο το Ηρώδειο να αφεθεί στο άγγιγμα της μουσικής του, ίσως και το σύμπαν να μην αποτελεί εξαίρεση.